Λέξημα / Δημιουργοί: Πεζογραφία / Φλωράκης ΗλίαςΑνώνυμος επισκέπτης
Δημιουργοί: Πεζογραφία Νεότερο Παλαιότερο
'Αρθρο #1284 | Αποστολή από Apomakros |
   Δευ 15 Οκτ 2007 
Φλωράκης Ηλίας
Φλωράκης Ηλίας
      Φλωράκης Ηλίας

Γεννημένος το 1972 στη Φρανγκφούρτη, Προγραμματιστής Η/Υ και Μηχανικός Ηλεκτρονικός, ο Ηλίας Φλωράκης πέρασε από πολλά βιοποριστικά επαγγέλματα. DJ και πωλητής κινητών και Η/Υ, γραφίστας σε μεγάλες διαφημιστικές, μπάρμαν και καθηγητής Πληροφορικής, τεχνικός ήχου και φώτων σε θεατρικές παραστάσεις αλλά και ηθοποιός σε επαγγελματικές ομάδες. Όλα, για να στηρίξουν τα βήματά του στη συγγραφή διηγημάτων, θεατρικών και σεναρίων. Πρώτη του εκδοτική δουλειά "Το Μπαράκι του Τσάρλι", εκδ. Καστανιώτη με 15 ιστορίες μαύρου χιούμορ. Διοργανώνει εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής και περιμένει την ευκαιρία για την πρώτη του ταινία. Ερασιτέχνης φωτογράφος με συμμετοχή σε εκθέσσεις φωτογραφίας. Το 2001 παίρνει μία από τις 21 θέσεις στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού ELLE “20+1 Ιστορίες 2001” εκδ. Καστανιώτη και το 2004 κερδίζει την πρώτη θέση στον διαγωνισμό διηγήματος από τα ΖΩΓΙΑ. Τώρα, ζει και εργάζεται στην Αθήνα σαν τεχνικός συντάκτης στο περιοδικό RAM.


   Ο ΑΚΥΜΑΤΙΣΤΟΣ ΤΖΟ*

  Το δρομάκι ήταν πολύ ήσυχο για Δευτέρα πρωί. Είχε λίγη κίνηση μέχρι τις 8:30', όπου όλοι είχαν φύγει πια για τις δουλειές τους, ενώ η κίνηση θα επανερχόταν πάλι γύρω στις 13:30'.
  Ο ζητιάνος που είχε κάνει το στέκι του στην αριστερή πλευρά του δρόμου τις τελευταίες βδομάδες, είχε την στάνταρ πελατεία του. Στην αρχή κουκουλωμένος κάτω από τα λερωμένα καραβόπανα, ξαπλωμένος πάνω στα χαρτόκουτα αφήνοντας το σακατεμένο πόδι του απ' έξω, δεν έλπιζε σε τίποτα περισσότερο. Ήθελε απλώς την ησυχία του, τους τελευταίους μήνες της ζωής του. Είχε βαρεθεί και κουραστεί από τους πολυσύχναστους δρόμους. Ο ανταγωνισμός και το κυνηγητό είχαν γίνει ανυπόφορα για την ταραγμένη ζωή του. Επαγγελματίες-ζητιάνοι που έκαναν τα πάντα για να πάρουν τα καλά πόστα, μαγαζάτορες που τους χαλούσες την μόστρα της βιτρίνας τους, αστυνομικοί. Ακόμα και βιαστικοί περαστικοί που παρά τρίχα να σε πατήσουν, που δεν είχαν τον χρόνο να σε δουν, πόσο μάλλον να ανοίξουν το πορτοφόλι τους ή να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Είχε γεράσει με όλα αυτά, άτυχος από νεαρή ηλικία.
  Τώρα, σε αυτή την πλευρά, είχε βρει την ησυχία του. Δεν χρειαζόταν να βγάζει καν το αηδιαστικά πληγωμένο πόδι του. Όλοι τον γνωρίζανε πια. Καθόταν απλώς κουκουλωμένος, αφήνοντας μια μικρή τρυπούλα για να παρακολουθεί τους περαστικούς, τις ώρες που δεν κοιμόταν περιμένοντας να περάσει η ώρα, για να συνεχίσει τον ύπνο του στο κοντινό παρκάκι.
  Ο “παππούλης”, έτσι τον αποκαλούσαν στην γειτονιά, γεννημένος πριν από εφτά και κάτι δεκαετίες είχε μάθει να αναγνωρίζει από το περπάτημα, τους περισσότερους. Άκουγε το βήμα τους καθώς τον πλησίαζαν για να τον προσπεράσουν. Σπάνια πια τον απόφευγαν. Ήξερε κάθε βηματισμός, σε τι κουδούνισμα αντιστοιχούσε στο κουτί του. Αν τα βήματα που ερχόντουσαν ήταν νευρικά και γεμάτα ένταση, με τον υπόκωφο ήχο τον τακουνιών να τραντάζει το πεζοδρόμιο, δεν περίμενε πολλά. Και συνήθως αυτό το βήμα αντιστοιχούσε στον χοντρό τύπο με τα ακριβά δερμάτινα παπούτσια και τα λερωμένα από πίσω ρεβέρ που έγλειφαν το πεζοδρόμιο και που σχεδόν ποτέ δεν του άφηνε τίποτα.
  Νευρικά περπατούσε και η κυρία με τα ψηλοτάκουνα, τα μονίμως σχισμένα καλτσόν της και τις άσχημες, αξύριστες γάμπες, που προφανώς είχε την συνήθεια να αργεί στην δουλειά της. Ήταν άτσαλη και πάντα έψαχνε σπαστικά την τσάντα της για τα καλλυντικά ή το πορτοφόλι της, αλλά ποτέ για να συμπληρώσει το εισόδημά του.
  Το μόνο περπάτημα που του άφηνε χαρτονόμισμα, ήταν το ελαφρύ βάδισμα των φτηνιάρικων, αθλητικών παπουτσιών που κατέληγαν ένα ζευγάρι καταπληκτικές γάμπες, ακόμα και για την εποχή του. Δεν ήταν βιαστικό περπάτημα και το άκουγε μόνο κάθε Δευτέρα ξημερώματα, πριν ξυπνήσει η γειτονιά. Το χαρτονόμισμα που άφηνε, ήταν μεγάλο και ήταν κάτι σαν εξιλέωση. Μερικές φορές μάλιστα ευχόταν να μπορούσε και αυτή να ζητιανέψει αντί να βγάζει με αυτόν τον τρόπο τα λεφτά της. Το επίσης φτηνιάρικο άρωμά της, άφηνε για αρκετή ώρα την παρουσία του αγαλλιάζοντας την ψυχή του και μεθώντας με ξεθωριασμένες αναμνήσεις το μυαλό του μέχρι το φορτηγό που έφερνε τα γάλατα να βρωμίσει με καυσαέρια τον αέρα δίνοντας το έναυσμα της μέρας.
  Ήταν κι άλλα, πολλά. Βήματα με προσωπικότητα. Μέσα στις βδομάδες αυτές είχε μάθει την γειτονιά. Αραιά και που, έβγαζε το γέρικο κεφάλι του με τα λιγδωμένα άσπρα, μαλλιά του και έμενε εκεί αγναντεύοντας τον ουρανό ή παρακολουθώντας την λιγοστή κίνηση του δρόμου. Σπάνια χρειαζόταν να ανταλλάξει κουβέντα με κάποιον από τους περαστικούς, συνήθως με γριούλες του φιλανθρωπικού συλλόγου που δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν από το να τον συμβουλεύουν, χωρίς ποτέ να κάθονται να ακούσουν πραγματικά τις ιστορίες του.
  Και είχε τόσες ιστορίες να πει. Κάποτε καθόταν και τις έγραφε, μέχρι που ένα ατύχημα και πολλές ατυχίες, τον άφησαν άστεγο και σακατεμένο.

  Και κείνο το πρωινό, κουκουλωμένος στα καραβόπανά, οι αισθήσεις του έπιασαν μια κίνηση. Δεν ένιωσε βήματα, δεν άκουσε τον ήχο στο πεζοδρόμιο. Ήταν ένα πέρασμα, μια αύρα. Ήταν σίγουρος ότι κάποιος είχε περάσει. Τον είχε ξανανιώσει πολλές φορές, σε πολλά μέρη. Δεν είχε όμως προλάβει ποτέ στην ζωή του να δει κάτι. Έβγαλε το γέρικο κεφάλι του έξω, αλλά το μόνο που κατάφερε αυτή τη φορά, ήταν να τυφλωθεί προσωρινά από τον Ήλιο που έλαμπε. Το ρίγος που διαπέρασε το κορμί του σαν ηλεκτρικό ρεύμα, άφησε ένα μούδιασμα στο πληγωμένο του πόδι. Το μόνο πράγμα που ένιωθε πια το πόδι του.

  Ο Τζο προσπέρασε τον ζητιάνο και προχώρησε στον ηλιόλουστο δρόμο. Κατευθύνθηκε προς την παραλία. Είχε σιχαθεί αυτή την κατάσταση. Σ' όλη του την ζωή περνούσε αόρατος. Στα σχολικά του χρόνια, στις παρέες, στις ελάχιστες εξόδους του. Είχε έναν περίεργο βηματισμό, που τον έκανε να φτάνει στον προορισμό του σχεδόν αθόρυβα. Δεν τον άκουγε κανένας. Ακόμα και στο σπίτι του, πολλές φορές τρόμαζαν οι δικοί του επειδή κανένας δεν τον έπαιρνε χαμπάρι. Αλλά το ίδιο απαρατήρητη περνούσε και η παρουσία του. Οι γνωστοί του, τον κορόιδευαν με το παρατσούκλι “ο Ακυμάτιστος Τζο”. Έτσι και έπεφτε στην θάλασσα δεν θα σήκωνε το παραμικρό κυματάκι. Το μόνο που μπορούσε να προκαλέσει ήταν χασμουρητό.
  Λίγο πιο κάτω από το μέτριο, ο Τζο περνούσε τις τάξεις χωρίς σχεδόν κανείς καθηγητής να έχει προσέξει την παρουσία του ή να θυμάται το όνομά του. Στα πάρτι ή τις καφετέριες, η παρουσία του ήταν κάτι χειρότερο από αδιάφορη, ώσπου έπαψε να βγαίνει. Δεν μιλούσε πολύ, δεν συμμετείχε στις εκδηλώσεις, δεν έκανε αξιόλογα πράγματα. Σχεδόν δεν υπήρχε. Ανύπαρκτος σ' έναν κόσμο που η αξία του καθενός μετριόταν σε μονάδες δημοτικότητας, ο Τζο ήταν ίσως ο μοναδικός με αρνητικό δείκτη.
  Οι γυναίκες δεν γυρνούσαν καν να τον κοιτάξουν. Ήταν άοσμος, άχρωμος, αθόρυβος. Και αν κανείς έκανε τον κόπο να φτάσει στο “βήτα”, θα τον αποκαλούσε απλώς … βαρετό. Όπου κι αν πήγαινε, ό,τι κι αν έκανε περνούσε απαρατήρητο. Ήταν ο Ακυμάτιστος Τζο. Μια ζωή στην αφάνεια, χωρίς ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης. Απλώς περνούσε απαρατήρητος. Το ίδιο είχε πει και η οδηγός, ότι δεν τον είχε προσέξει, όταν πέρασε από πάνω του τσακίζοντας τα κόκκαλά του.
  Στην κηδεία του, είχε έρθει σχεδόν όλη η σχολή του. Τυπικά. Αν δεν υπήρχε η φωτογραφία του πάνω στο φέρετρο, γιατί το πρόσωπό του είχε γίνει αγνώριστο, κανείς δεν θα καταλάβαινε για ποιον ήρθανε.
  Ήταν γύρω στις δύο βδομάδες σ' αυτήν την κατάσταση. Τριγύριζε στην πόλη αμήχανα, χωρίς σκοπό ή τουλάχιστον, δεν τον γνώριζε. Οι μόνοι που αισθανόντουσαν λίγο την παρουσία του πια, ήταν άνθρωποι που είχαν φτάσει κοντά, αλλά δεν ξεπέρασαν την γραμμή.
  Πικραμένος, περιπλανιόταν το ίδιο αθόρυβα και ακυμάτιστα, όσο και στην ζωή του. Τσατιζόταν που δεν μπορούσε να κατανοήσει και να πορευτεί. Απλώς παρατηρούσε και προσπαθούσε να βρει τον χαμένο κρίκο. Αυτόν που τον κρατούσε δέσμιο και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
  Είχε αρχίσει να νιώθει το κενό που δημιουργούσε στους άλλους. Ούτε καν χώρο δεν καταλάμβανε στις παρέες. Ειδικά τώρα. Είχε αρχίσει να είναι η ζωή του. Ένα κενό. Περαστικοί που περνούσαν από μέσα του χωρίς καν να ριγήσουν, ζώα που ούτε καν τον οσφριζόντουσαν. Ανύπαρκτος και αόρατος.
  
  Πέρασε τον ζητιάνο γεμάτος αγανάκτηση και θυμό. Σαν έξαρση μουσικής που έφτανε στο φόρτε της, γέμιζε ανεβάζοντας τον ρυθμό και την ένταση. Και τότε είδε την κοπελίτσα που βιαστική πήγαινε να περάσει απρόσεχτα τον δρόμο. Είδε και το αμάξι που πλησίαζε. Σήκωσε το χέρι του σε μια κατάσταση απεγνωσμένης προσπάθειας να την ειδοποιήσει. Γεμάτο ένταση
το χέρι κινήθηκε προς την κατεύθυνση της κοπέλας που πριν προλάβει να βγει από το πεζοδρόμιο σκόνταψε.
   “Τι άτυχη που είμαι; Έσπασε το τακούνι μου” αναφώνησε.
   “Άτυχη!;! Αποκάλεσε τον εαυτό της Άτυχη; Ηλίθια έπρεπε να αποκαλέσει τον εαυτό της. Μόλις γλίτωσε η ζωή της και αυτή σκέφτεται το τακούνι της;”
   Λίγο αργότερα απέτρεψε μια γλάστρα να ανοίξει το κεφάλι ενός περαστικού, ο οποίος απέδωσε το γεγονός στην τύχη του. Ούτε καν ένα ευχαριστώ, ένα κερί στην άγνωστη δύναμη που μεσολάβησε.
   Και τότε η μουσική έφτασε στο αποκορύφωμά της. Κανένας δεν αναγνώριζε το καλό που του γινόταν. Ήταν πάντα τύχη ή ατυχία του να τους συμβεί κάτι καλό και όχι παρέμβαση. Και τσατίστηκε και σήκωσε το χέρι και έριξε έναν περαστικό κάτω. Και ο περαστικός ένιωσε την παρουσία κάποιου και άρχισε να βρίζει. Και λίγο παρακάτω σκόρπισε τα ψώνια μιας γιαγιάς που και αυτή ένιωσε κάτι και άρχισε να σταυροκοπιέται.
   Άρχισε να κάνει μικροκακίες και τότε όλοι άρχισαν να νιώθουν την παρουσία του. Άρχισε να έχει δύναμη και αξία. Πολύ τον βαφτίζανε κιόλας, δαίμονα ή μαυράκι ή φλυαρούδη. Άλλοι με πιο βαριά επίθετα. Αλλά άρχισε να αποκτάει υπόσταση. Ο κόσμος ένιωθε την κακία. Την αντιλαμβανόταν. Αν του έκανες καλό, θα το παρέβλεπε λες και του το χρωστούσες ή το άξιζε και λίγο αργότερα θα το ξεχνούσε. Η κακία όμως, είναι αυτή που μένει καρφωμένη μέσα τους βαθιά. Και όσο μεγαλύτερο κακό μπορείς να κάνεις σε κάποιον, τόσο μεγαλύτερη δύναμη και σεβασμό αποσπάς.
   Για πρώτη φορά στη “ζωή” του, είχε αρχίσει να νιώθει κάποιος. Να μετράει, να έχει αξία. Αλλά είχε αρχίσει και ένα άλλο συναίσθημα. Ήταν σαν να ένιωθε την αποσύνθεση και την σαπίλα που έτρωγαν το φυσικό του σώμα, τα σκουλήκια που κατασπάραζαν ότι είχε απομείνει, μερικά μέτρα κάτω από την επιφάνεια της ταφόπλακάς του. Ένιωθε την βρώμα που ανέδυε και που είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο έντονη, μέρα με την μέρα, κακία με την κακία. Κάθε κομμάτι που τρωγόταν μέσα του, άφηνε και ένα εσωτερικό κενό, ψυχρό και σκοτεινό. Ο κόσμος δεν το ένιωθε αυτό, γιατί δεν τον αφορούσε. Ήταν κάτι προσωπικό, εσωτερικό και ο κόσμος δεν δίνει σημασία σ' αυτά.
   
   Και τότε άρχισε να μετανιώνει. Γιατί αυτό το κενό ήταν βαθύτερο και πονούσε. Και αποφάσισε να σταματήσει να το κάνει αυτό στον εαυτό του. Δεν άξιζε τον κόπο. Έπαψε να σηκώνει το χέρι για να κάνει κακό.
Και κάποια μέρα, πέρασε δίπλα από έναν ζητιάνο κουκουλωμένο με καραβόπανα.

   Οι αισθήσεις του έπιασαν μια κίνηση. Δεν ένιωσε βήματα, δεν άκουσε τον ήχο στο πεζοδρόμιο. Ήταν ένα πέρασμα, μια αύρα. Ήταν σίγουρος ότι κάποιος είχε περάσει. Τον είχε ξανανιώσει πολλές φορές, σε πολλά μέρη. Δεν είχε όμως προλάβει ποτέ στην ζωή του να δει κάτι. Έβγαλε το γέρικο κεφάλι του έξω.
  Ο Ακυμάτιστος Τζο, σήκωσε το χέρι του και κύματα ζεστασιάς και αγάπης, τύλιξαν τον παππούλη. Και αυτός χαμογέλασε. Κατά κάποιον τρόπο γνώριζε αυτή την παρουσία, ήξερε, βαθιά μέσα του ότι είχε έρθει η ώρα του να ακολουθήσει το φως. Σηκώθηκε αφήνοντας πίσω του τα καραβόπανα να τυλίγουν το χαμογελαστό κορμί του, αιωρήθηκε για λίγο από πάνω και μετά τυλιγμένος στα κύματα φωτός, άφησε να του δείξουν τον δρόμο.

  Ο Τζο έστριψε στην γωνία μέσα στην χειμωνιάτικη λιακάδα και κατευθύνθηκε προς την παραλία. Ήταν μια όμορφη μέρα.



* Ο “Ακυμάτιστος Τζο” κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό διηγήματος ΖΩΓΙΑ 2004



              Ο ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ

                                        Κεφάλαιο 1. Περιπλάνηση

   Μαζεύτηκε σε εμβρυακή στάση, άφησε το σώμα του πίσω και εκτινάχθηκε στα ύψη.

  Το τοπίο ήταν μουντό, μαύρο. Ο ουρανός χωρίς αστέρια, με μια περίεργη λάμψη σαν AYRORA BORREALES - το Βόρειο Σέλας - που φώτιζε την πλάση. Δεν υπήρχε άλλο χρώμα σ 'αυτόν τον κόσμο. Τα λουλούδια και το γρασίδι, ασήμιζαν κάτω από την περίεργη λάμψη σαν διακοσμητικά, μαύρα, μεταξωτά φυτά, γεμάτα με ασημόσκονη. Οι δροσοσταλίδες πάνω τους, σαν μικροσκοπικά κρυστάλλινα μάτια, γυάλιζαν πάνω στα μαύρα φύλλα. Τα βουνά στο βάθος, πλάκωναν με τον όγκο τους, την μαύρη κοιλάδα, περιορίζοντας την έκτασή της σε λίγα στρέμματα. Μια μαύρη λίμνη, σαν καθρέφτης, βρισκόταν στην μέση της κοιλάδας. Γαλήνια, παχύρρευστη, ζωντανή. Έτοιμη να εκραγεί σαν γάλα στη φωτιά, λίγο πριν χυθεί.
   Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, αποπνιχτική. Το δάσος αριστερά, έμοιαζε με μαύρη τρύπα. Δεν ακουγόντουσαν ήχοι. Κυριαρχούσε μια απόλυτη σιωπή. Πιο βαριά και από την αίσθηση του τοπίου.
  Ένα φως έσκισε τον ουρανό. Μια πύρινη σφαίρα διέγραψε την πορεία της, με μια εξωπραγματική λάμψη. Δεν είχε χρώμα. Δεν μπορούσε να έχει χρώμα. Ήταν απλώς μια λαμπερή, ασημένια ακτινοβολία, με μια ουρά στην ίδια απόχρωση του μαύρου, να την ακολουθεί. Έμοιαζε με σταγόνα υδραργύρου που αντανακλούσε το τοπίο και την περίεργη λάμψη. Οι δροσοσταλίδες αντανακλούσαν και αυτές με την σειρά τους, σε μικρά, χιλιάδες είδωλα, την σφαίρα κάνοντας όλο το τοπίο να αστράφτει.
  Η τροχιά της σφαίρας την έκανε να σκάσει στο κέντρο της κοιλάδας, δίπλα στην λίμνη. Το θέαμα ήταν τρομαχτικά υπέροχο. Η πρόσκρουση τίναξε τις δροσοσταλίδες στον αέρα, γεμίζοντάς τον λαμπερά είδωλα της έκρηξης σαν μικρές πυγολαμπίδες. Το δάσος φωτίστηκε, δείχνοντας για μερικές στιγμές την μορφή του. Οι τεράστιοι όγκοι των δέντρων του σκιαγραφήθηκαν για λίγο, ενώ η μαύρη, γρανιτένια ύλη τους, απορρόφησαν την λαμπερή έκρηξη. Διάφορες μικρότερες λάμψεις, ζευγάρια οι περισσότερες, έδιναν την εντύπωση ματιών που παρακολουθούσαν το γεγονός.
  Όταν και οι τελευταίες δροσοσταλίδες προσγειώθηκαν στο έδαφος, σαν πεσμένη ασημόσκονη αποκριάτικης αμφίεσης, όταν μετά από μερικές στιγμές το τοπίο επανήλθε στην αρχική του κατάσταση, η μάζα της σφαίρας άρχισε να μετασχηματίζεται. Με μια υγρή, παχύρρευστη κίνηση, αναπλάστηκε στην μορφή ενός ανθρώπου. Ενός ανθρώπου από υδράργυρο. Χωρίς χαρακτηριστικά. Σαν σταυροσχημίτης. Δεν χρειαζόταν χαρακτηριστικά εκεί που βρισκόταν. Ήταν μια συνείδηση, που αντιλαμβανόταν με την έκτη αίσθηση. Δεν χρειαζόταν να δει, να ακούσει. Αισθανόταν. Ένιωθε. Εξάλλου, εκεί που βρισκόταν, ήταν μια περιοχή συναισθημάτων. Καταγραμμένες αναμνήσεις με την μορφή των συναισθημάτων που περιέκλειαν, μέσα στα πιο σκοτεινά βάθη του υποσυνειδήτου.
  Διασκέδαζε αφήνοντας ελεύθερα τα συναισθήματα, να δημιουργήσουν τον κόσμο τους. Γι' αυτό εξάλλου, ο Φερνάντεζ είχε δώσει ‘ανθρώπινη' υπόσταση στην ύπαρξή του. Για να μπορεί εύκολα να περιπλανηθεί μέσα σε κάθε κόσμο, που αυθαίρετα σχεδόν, είχε δημιουργηθεί μέσα στο μυαλό του. Κάπως έτσι θα είχαν, με ανθρώπινη αντίληψη οι σκεπτομορφές αυτών που ένιωθε, αν θα ήθελε κάποτε να περιγράψει τις εμπειρίες του. Ειδικά η ‘πτώση' του, ήταν ένα τέχνασμα που χρησιμοποιούσε συχνά. Οι μετεωρίτες τον γοήτευαν από μικρό. Η λάμψη τους, η πανοραμική θέα. Ακόμα και το τράνταγμα που ένιωθε όταν προσέκρουε στο έδαφος, τα λάτρευε.
  Η μεταμόρφωση από την πύρινη σφαίρα, αυτό το τέλειο σχήμα που τον βοηθούσε να ταξιδεύει, μέχρι την ‘ανθρώπινη' υπόσταση, ήταν μια δανεική άποψη από κάποιο έργο, που όμως είχε εξελίξει πια σε πραγματική τέχνη. Ήταν μια μεγαλουργία. Η μεταμόρφωση καθαρής ενέργειας, της δικής του ενέργειας, σε υλικά, τρισδιάστατα σχήματα.
  Ο κόσμος που βρισκόταν ήταν δημιούργημα όλων των αρνητικών συναισθημάτων του. Όλες οι αρνητικές εμπειρίες και αναμνήσεις, είχαν υλοποιηθεί μέσα στον κόσμο αυτό, μετατρέποντας την ενέργειά τους σε άψυχα και έμψυχα πλάσματα. Ή καλύτερα, σε έμψυχα αντικείμενα και πλάσματα, αφού το ‘άψυχο' δεν είχε θέση εδώ πέρα.
  Ο μαύρος ουρανός, ήταν το κενό που ένιωθε πολλές φορές, αντιμετωπίζοντας καταστάσεις. Αυτό το είχε ανακαλύψει από την πρώτη στιγμή, που είχε επισκεφτεί αυτόν τον τόπο. Η λίμνη, ήταν γεμάτη με την μελαγχολία του. Την Μέλανα Χολή του. Το δάσος, έκρυβε μέσα του, τους πιο απόκρυφούς του φόβους. Τις πιο δυσάρεστες, πνιγμένες βαθιά μέσα του, εμπειρίες. Με την δικιά τους ‘αυθαίρετη' μορφή. Τα λουλούδια και το γρασίδι, μικρότερες καταστάσεις, που κάλυβαν όλη την έκταση της κοιλάδας και της ψυχής του, που αντιπροσώπευε. Οι δροσοσταλίδες, μαύρα δάκρυα, εσωτερικά, που συντηρούσαν την πικρή ‘βλάστηση'.
  Σήμερα θα έμπαινε στο δάσος. Αντιμέτωπος με την άγνωστη μορφή, των γνωστών φόβων του. Για μια ακόμα φορά, ήθελε να περιπλανηθεί και να εξερευνήσει το ΕΓΩ του. Να ‘ζήσει' και να αντιμετωπίσει τα ‘τέρατα' που στοίχειωναν το μυαλό του, ορίζοντας τον τρόπο που ενεργούσε στην καθημερινότητα. ‘Τέρατα' που στην καθημερινότητα είχαν περιγραφεί με τις απλές λέξεις ‘Κόμπλεξ', ‘Φοβίες', ‘Ενδοιασμοί'. Ήθελε να τα ανακαλύψει , να τα ξετρυπώσει και να τα αποβάλλει από μέσα του, σκοτώνοντας την σκεπτομορφή τους.
   Είχε αντιληφθεί σε παλιότερες περιπλανήσεις, ότι τα περισσότερα ‘τέρατα', τα πιο … καθημερινά, ήταν τα τεράστια μαύρα δέντρα, με τους γρανιτένιους κορμούς, που απορροφούσαν όλο το φως … την ενέργεια … και είχαν ‘ριζώσει' για τα καλά μέσα του.
   Καθρεφτίστηκε για λίγο μέσα στην λίμνη, θαυμάζοντας την μορφή του. Και αυτή με έναν ελαφρύ κυματισμό, χαιρέτισε την συνείδηση, αναγνωρίζοντας τον επισκέπτη. Ο κυματισμός συνεχίστηκε, μ' ένα ξέφρενο ρυθμό, δημιουργώντας περίεργους σχηματισμούς και μαγευτικές αντανακλάσεις. Το θέαμα ήταν εξωπραγματικό. Κύκλοι, αλλοίωναν τα καθρέφτισμα της μορφής δημιουργώντας νέα σχήματα, νέες μορφές. Η συνείδηση παρακολουθούσε τα παιχνιδίσματα της μαύρης ύλης, που τον καλούσε με τον τρόπο της, να βυθιστεί μέσα της. Σε κάποια άλλη χρονική στιγμή, ίσως να έκανε την βουτιά, αφήνοντας την ύλη να τον αγκαλιάσει και να τον ‘πνίξει'. Αλλά σήμερα δεν βρισκόταν εδώ για να χαθεί στην μελαγχολία. Και αυτή η σκέψη, τον έκανε να συνέλθει και να προχωρήσει. Σε μια τελευταία προσπάθεια, η ύλη, μ 'ένα κύμα ‘έγλειψε' λίγο το πόδι της μορφής, κάνοντας την να εκτιναχθεί προς τα πίσω για να την αποφύγει. Η λάμψη του ποδιού του για λίγες στιγμές μειώθηκε. Η μελαγχολία, του είχε καταναλώσει ενέργεια. Λιγότερη από τις περισσότερες φορές που είχε κάνει ‘μπάνιο' στα νερά της. Η αναπλήρωση όμως έγινε γρήγορα.
   Κατευθύνθηκε προς το δάσος, όπου οι μικρές αντανακλάσεις της φωσφορίζουσας μορφής του, τον έκαναν να αντιληφθεί το πλήθος των πλασμάτων, που τον παρακολουθούσαν, κρυμμένα ανάμεσα στα δέντρα. Σε κάθε του βήμα, λουλούδια και γρασίδι γέρναν προς την μεριά του, προσπαθώντας να απορροφήσουν μάταια, λίγη ζωτική ενέργεια. Τίποτα όμως τόσο ‘μικρό', δεν τον άγγιζε πραγματικά. Καμιά στεναχώρια ή θλίψη δεν μπορούσε να του καταναλώσει ενέργεια. Μετά από κάθε περιπλάνηση, μετά από κάθε συνειδητοποίηση, γινόταν όλο και πιο δυνατός.
   Όταν πλησίασε αρκετά, στο πυκνό, μαύρο δάσος, αυτό σαλέυτηκε σε μια σύσσωμη κίνηση χαιρετισμού και κοροϊδευτικού προσκαλέσματος. Γύρισε την προσοχή του προς τα πάνω και είδε για μια ακόμα φορά, τον πραγματικό σκοπό της επίσκεψής του. Στο κέντρο του δάσους ορθωνόταν ένα γιγάντιο δέντρο. Μια τεράστια εβένινη μάζα, σαν κολόνα μυθικού ναού γιγάντων. Δεν είχε κλαδιά ή φύλλα. Η κορφή του χανόταν στον ουρανό. Ένιωσε για άλλη μια φορά δέος. Αυτή τη φορά ήθελε να τα καταφέρει. Έπρεπε να φτάσει στη ‘ρίζα του κακού'. Τον μεγαλύτερο και ανυπέρβλητο φόβο του. Τον Εαυτό του … την ανθρώπινη φύση του.
   Προχώρησε διστακτικά και φτάνοντας στα πρώτα δέντρα, ένιωσε τις ‘παρουσίες' να τρέχουν, να χοροπηδάνε σ' ένα ξέφρενο, ασύγχρονο χορό. Δεν θα μπερδευόταν όμως. Καθόρισε νοητά την πορεία του, όταν η λάμψη της μορφής του, τρεμόπαιξε σαν χαλασμένη λάμπα, έτοιμη να καεί. Αμφιβολίες κλόνισαν την πίστη του. Σκέψεις και ερωτήματα τάραξαν την συνείδηση. Τα λουλούδια και το γρασίδι είχαν κάνει την δουλειά τους. Είχαν μεταφέρει την γύρη τους, θολώνοντας για μια ακόμα φορά την καθαρότητα, της διαύγεια της συνείδησης.
   Τι θα αντιμετώπιζε; Ποιες δυνάμεις είχαν σκαλίσει στο δέντρο της ζωής του; Τι περίεργα σχέδια και σύμβολα θα ήταν χαραγμένα στη μοίρα του; Ποια απόκρυφα μυστικά θα ανακάλυπτε αυτή τη φορά, επηρεάζοντας τον θετικά ή αρνητικά; Θα μπορούσε ποτέ να απεγκλωβιστεί από το θέαμα που θα αντίκριζε ή θα έμενε για πάντα σ' αυτόν τον κόσμο;
   Ερωτήματα που στριφογύριζαν, σαν κυκλώνας μέσα στην συνείδηση. Έκανε μερικά βήματα μπροστά. Τα πόδια του κολλούσαν σαν να βρισκόταν μέσα σε βούρκο. Τα χόρτα στο μέρος που στεκόταν είχαν μεγαλώσει, προσπαθώντας να τον αγκαλιάσουν σαν παράσιτα.
   “Ποτέ μην στέκεσαι στις αναμνήσεις. Ποτέ μην κολλάς στο παρελθόν. Χρησιμοποίησέ το για να εξελιχθείς, για να γίνεις δυνατός”, του είχε πει κάποτε ένας φίλος.
   Τα δέντρα, πυκνά, παραμέρισαν ανοίγοντας δρόμο στην μορφή. Δεν υπήρχε λόγος να τον αφήσουν απ 'έξω … αφού μπορούσαν να τον παγιδέψουν μέσα. Η λάμψη του είχε αποκτήσει πάλι την έντασή της. Προσπέρασε τα πρώτα δέντρα, που έκλεισαν αυτομάτως πίσω του.
   Κληματσίδες με αγκάθια πετάχτηκαν σαν μαστίγια. Οι πρώτες που τον ακούμπησαν, κάηκαν από την λάμψη, έγιναν σκόνη … και σκορπίστηκαν. Οι άλλες αποτραβήχτηκαν. Ένιωσε πόνο. Τον δικό τους πόνο. Τον δικό του. Κάθε μαστίγωμα αντιστοιχούσε και σ' ένα χαρακτηρισμό, μια έκφραση, μια λέξη ή μια απογοήτευση που στο παρελθόν τον είχαν κάνει να νιώσει ντροπή, οργή ή πόνο. Κουβέντες καθημερινές που πλήγωναν τον ευαίσθητο χαρακτήρα του. Συνέχισε να προχωράει όλο και πιο βαθιά, αλλά ο δρόμος γινόταν δύσβατος. Παρασιτικά φυτά, κλαδιά, κληματσίδες και δέντρα, δυσκόλευαν τον δρόμο του. Τον κούραζαν με τις συνεχόμενες επιθέσεις τους. Κοίταξε πίσω του και διέκρινε λιγάκι την λίμνη. Για μια στιγμή του πέρασε η ιδέα να γυρίσει πίσω, να τα παρατήσει.
   Αφέθηκε.
   Και αυτή η στιγμή ήταν αρκετή για τον ‘εχθρό' του. Ένα πλήθος πλασμάτων ξεπετάχτηκε από παντού και άρχισε να στριφογυρνάει με τρελλό ρυθμό γύρω του. Φαντάσματα του παρελθόντος. Ντυμένα στις μαύρες, σκονισμένες στολές τους. Απρόσωπα … αλλά τόσο συγκεκριμένα. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Δεν έπρεπε να χαθεί στο παρελθόν, στροβιλιζόμενος στην δίνη του χρόνου. Παρασιτικά χόρτα, φοβίες και αδυναμίες, ριζωμένες γερά μέσα του, άρχισαν να σκαρφαλώνουν στην μορφή. Μαστίγια σχίζαν αθόρυβα τον αέρα. Ο ήχος τους - στην πραγματικότητα - έκανε το κεφάλι του να βουίζει. Δεν έπρεπε να θυμηθεί. Να παρασυρθεί στις αναμνήσεις. Τα δέντρα κλίνανε προς τα πάνω του. Προσπαθούσαν να του κόψουν την ορατότητα, το οξυγόνο. ‘Έξω', θα ένιωθε δυσφορία, μπούκωμα. Τις περισσότερες φορές, τον έπιανε κρίση άσθματος. Δεν ήταν παθολογικό.
   Αδέξιες κινήσεις και πανικός, τον οδηγούσαν στην εξασθένηση. Η λάμψη του είχε απορροφηθεί. Η μορφή της συνείδησής του, έχανε την σταθερότητά της. Παραπάτησε. Απεγνωσμένα, άπλωσε τα χέρια του για να στηριχθεί. Δύο κληματσίδες εκμεταλλεύτηκαν για μια ακόμα φορά την αδυναμία του αντιπάλου τους και τον άρπαξαν από τα χέρια. Τον δέσανε και τον τεντώσανε. Παγιδεύτηκε. Τα μαστιγώματα και ο χορός, άρχισαν να τον τρελαίνουν. Ένιωθε τα κοροϊδευτικά γέλια. Όλο το δάσος τον περιγελούσε και ένιωθε … όπως και τότε … ξεφτιλισμένος, τιποτένιος. Η μορφή άρχιζε να μαυρίζει. Να γίνεται ένα με το δάσος, με την μαυρίλα της ψυχής του. Έσβηνε … στον σκοτεινό τόπο των αρνητικών καταστάσεων. 
Πέθαινε …
   Μια ομοβροντία κανονιοβολισμών, ανατίναξε τα δέντρα μέσα σ 'ένα κόκκινο, εκτυφλωτικό φως. Τα δέντρα προς την μεριά της λίμνης, λιώσανε. Όσα επέζησαν, καταστράφηκαν στην δεύτερη. Τα υπόλοιπα, τραβήχτηκαν προς το κέντρο. Γείρανε και γίνανε μια συμπυκνωμένη βάση σαν κιονόκρανο, στο εβένινο δέντρο, προστατεύοντας την ρίζα του. Το κόκκινο φως απλώθηκε. Τα πλάσματα και τα φυτά εξαϋλώνονταν, αφήνοντας για λίγες στιγμές την αίσθηση δύσοσμου καπνού. Τα δεσμά της μορφής ακολούθησαν την ίδια μοίρα, αφήνοντάς την να πέσει κάτω. Το φως τύλιξε την μορφή και την διέλυσε σε εκατοντάδες, μικρές σταγόνες πυρωμένου μετάλλου, που άρχισαν να τρέχουν δαιμονισμένα προς την λίμνη, σαν γυρίνοι σε ρυάκι.
   Στο κέντρο της λίμνης υπήρχε μια παλιά γαλέρα. Τα πανιά στα πέντε κατάρτια της ήταν φουσκωμένα. Το πρώτο πανί, ήταν κόκκινο και έγραφε με μαύρα γράμματα:
   “NEMO ME IMPUNE LACESSIT”
   Το δεύτερο πανί, είχε το σχέδιο μιας γοργόνας να κάθεται σ' ένα βράχο στην θάλασσα, με φόντο ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα. Το μεσαίο, ήταν λευκό, μ' ένα βαθυκόκκινο, βυζαντινό σταυρό. Το τέταρτο πανί, ήταν μαύρο με μια πολύχρωμη δίνη στο κέντρο, ενώ το πέμπτο ήταν μπλε, με πορτοκαλί, πράσινες και ροζ πιτσιλιές. Και πάνω τους, σειρές από μαύρους, περίεργους συνδυασμούς γραμμάτων και σχεδίων.
   Στο μεσαίο κατάρτι, κυμάτιζε στην κορφή και μια πειρατική σημαία. Τρεις σειρές από κανόνια σε κάθε πλευρά, κάπνιζαν ακόμα από τις ομοβροντίες.
   Μια σκαλιστή, χρυσή γοργόνα με υψωμένο το αριστερό χέρι της, οδηγούσε την γαλέρα.
   Μια μορφή πειρατή, με σηκωμένα τα χέρια, καλούσε κοντά του τα σφαιρίδια. Όταν συγκεντρώθηκαν όλα, η τεράστια άγκυρα σηκώθηκε από τα μαύρα νερά και η γοργόνα καθόρισε την πορεία. Ο τόπος είχε φωτιστεί από την κόκκινη ενέργεια. Η γαλέρα σηκώθηκε στον αέρα, σαλπάροντας έξω από τον κόσμο αυτό, μέσα από την δίνη της ‘πύλης' που ήταν ανοιχτή προς την κατεύθυνση που έδειχνε η γοργόνα.
   Λίγο πριν εξαφανιστεί η γαλέρα, έστειλε μια αποχαιρετιστήρια ομοβροντία, πλημμυρίζοντας τον τόπο με λευκό φως.
   Η ‘πύλη' έκλεισε.


                                            Κεφ.2 Η Συγκέντρωση
                                            Κεφ.3 Ο Θεραπευτής
                                            Κεφ.4 Περιπλάνηση στον ΜάΚαρ

    
    Και οι δύο ιστορίες περιέχονται στο βιβλίο "Ο ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ", εκδ. Άγκυρα (2006).

e-mail: iliasflorakis@hotmail.com

Στις παρουσιάσεις βιβλίων πεζογραφίας μπορείτε να διαβάσετε 
την παρουσίαση του βιβλίου του : "Το Μπαράκι του Τσάρλι"






Λέξημα : δημοσίευση 25/9/2004

Lexima.gr - Τα κείμενα αποτελούν απόψεις και θέσεις των συντακτών τους.