Λέξημα / Άρθρα / Μπάμπη Δερμιτζάκη: Η πρώτη αγάπη του Ιβάν Τουργκένιεφ και του Ιωάννη ΚονδυλάκηΑνώνυμος επισκέπτης
Άρθρα Νεότερο Παλαιότερο
'Αρθρο #1609 | Αποστολή από hdermi |
   Τρι 5 Ιαν 2010 
Μπάμπη Δερμιτζάκη: Η πρώτη αγάπη του Ιβάν Τουργκένιεφ και του Ιωάννη Κονδυλάκη
Μια συγκριτολογική προσέγγιση
Prva ljubezen Ivana Turgenjeva in grskega pisatelja Ioannisa Kondilakis (Η πρώτη αγάπη του Ιβάν Τουργκένιεφ και του Ιωάννη Κονδυλάκη), μετάφραση από τα αγγλικά Vera Troha στο Primerjalna Knjizevnost, (Comparative Literature), volume 28, Nr 1, Liubljana, June 2005, σ. 91-97. Το κείμενο ηλεκτρονικά βρίσκεται στην ιστοσελίδα   http://www.zrc-sazu.si/sdpk/images/2005-1.pdf  σελ. 91-98. Το ελληνικό κείμενο βρίσκεται στο Κρητικό ηλεκτρονικό περιοδικό «Κριτικοί». http://www.kritikoi.gr/main_titles/articles/arthra/articles265.html

Υπάρχει μια ελληνική παροιμία που λέει ότι ο άνδρας δεν ξεχνάει ποτέ την πρώτη του αγάπη, και η γυναίκα -την τελευταία. Σαν απόδειξη θα αναφερθώ σε δυο διηγήματα που έχουν τον ίδιο τίτλο «Η πρώτη αγάπη», γραμμένα από τον Ρώσο συγγραφέα Ιβάν Τουργκένιεφ και από τον Έλληνα συγγραφέα Ιωάννη Κονδυλάκη.
  Όπως διαβάζουμε στους προλόγους των δύο βιβλίων που χρησιμοποιήσαμε γι αυτή τη μελέτη1, πρόκειται για έργα αυτοβιογραφικά σε μεγάλο βαθμό. Γράφηκαν όμως σε διαφορετικές περιόδους της ζωής τους. Το έργο του Κονδυλάκη γράφηκε λίγο πριν το θάνατό του. Αυτό το συμπεραίνουμε όχι μόνο γιατί τυπώθηκε το 1919, ένα χρόνο πριν πεθάνει, αλλά και γιατί γράφηκε στη δημοτική, σε αντίθεση με τα άλλα του διηγήματα που, με εξαίρεση τους διαλόγους, είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα. Ο Τουργκένιεφ το δικό του έργο το ξεκίνησε στις αρχές του 1860, όταν ήταν δηλαδή 42 χρόνων, και το τέλειωσε στα μέσα του Μάρτη της ίδιας χρονιάς, όπως μας πληροφορεί το προλογικό σημείωμα.
  Παρά τη θεματική τους ομοιότητα, τα έργα έχουν αρκετές διαφορές όσον αφορά την υπόθεση. Επίσης διαφέρουν από αυτό που έχει κάθε αναγνώστης στη συνείδησή του ως "πρώτη αγάπη". Κι αυτό γιατί πρόκειται για αρκετά ασυνήθιστες ιστορίες. Και ένα από τα "ασυνήθιστα" είναι και το τραγικό τέλος των ηρωίδων. Η πρώτη αγάπη του Κονδυλάκη αυτοκτόνησε, η πρώτη αγάπη του Τουργκένιεφ πέθανε νέα κατά τον τοκετό, και οι δυο πριν συμπληρώσουν τα τριάντα τους χρόνια.  
   Η εμπειρία της πρώτης αυτής αγάπης άφησε ανεξίτηλα σημάδια στη ζωή των συγγραφέων, όπως μαρτυρούν οι ίδιοι: "Ο καημός μου μαζεύτηκε και κλείστηκε στην ψυχή μου, για να μείνει εκεί για όλη μου τη ζωή" (σελ. 92), γράφει ο Κονδυλάκης. "Τότε κατάλαβα ότι σ' όλη μου τη ζωή δεν θα μπορούσα να ξεχάσω αυτή την κίνηση, αυτό το βλέμμα, αυτό το χαμόγελο της Ζηναϊδας. Κατάλαβα ότι η μορφή της, αυτή η καινούρια μορφή που απροσδόκητα φάνηκε μπροστά μου, θα έμενε για πάντα στη μνήμη μου" (σελ. 81) γράφει ο Τουργκένιεφ. Πιο πριν ο αφηγητής του θα πει στην αγαπημένη του: "Θα σ' αγαπώ μέχρι να πεθάνω" (σελ. 77). Μήπως ήταν άραγε αυτός ο λόγος που και οι δυο συγγραφείς δεν παντρεύτηκαν ποτέ; Να ένιωθαν άραγε ότι οι γυναίκες που συνάντησαν στη ζωή τους υπολείπονταν από αυτή την πρώτη, εξιδανικευμένη αγάπη, και έτσι δεν θέλησαν να παντρευτούν καμιά τους; Ο Τουργκένιεφ θα γράψει στο ίδιο διήγημα: "Ω, τρυφερά αισθήματα, γλυκοί ήχοι, καλοσύνη και ηρεμία μιας συγκινημένης ψυχής, χαμένη χαρά της πρώτης έκστασης της αγάπης, πού είστε, πού είστε;" (σελ. 34-35). Και πιο κάτω: "Το αίσθημα της ευτυχίας που έζησα τότε δεν το ξανάζησα στη ζωή μου" (σελ. 53). Ήταν τότε που η Ζηναϊδα, νομίζοντάς τον αναίσθητο, τον γέμισε στο πρόσωπο με φιλιά. "Το στήθος της ανάπνεε κοντά στο δικό μου, τα χέρια της κρατούσαν το κεφάλι μου, και ξαφνικά - τι μου συνέβη τότε! - τα τρυφερά, δροσερά χείλη της άρχισαν να γεμίζουν όλο μου το πρόσωπο με φιλιά... άγγιζαν τα χείλη μου..." (σελ. 52-53).
   Η εμπειρία αυτή των πρώτων φιλιών ήταν και για τον αφηγητή του Κονδυλάκη συγκλονιστική: "Αλλά όταν... το Βαγγελιό μ' αγκάλιασε και με φίλησε, μου φάνηκε ότι τώρα με φιλούσε διαφορετικά. Τα φιλιά της ήσαν λιγότερα, αλλά και διαρκέστερα, κι όλα στο στόμα. Μου φάνηκαν ότι και έκαιγαν και αισθάνθηκα ότι τα μάγουλά μου άναψαν" (σελ. 19).
  Οι δυο ιστορίες, επαναλαμβάνουμε, ως πλοκή έχουν ελάχιστες ομοιότητες. Η πρώτη αγάπη του Κονδυλάκη ήταν μια "ακροσυγγένισσά"  του, το Βαγγελιό, "ψηλόλιγνη και μελαχροινή, ηλικίας πάνω από δεκαοχτώ, ίσως και πάνω από είκοσι" (σελ. 12), τη στιγμή που ο συγγραφέας δεν είχε κλείσει τα πέντε του χρόνια. Αυτή η παιδική αγάπη προκαλούσε τα πειράγματα των μεγαλυτέρων του. Το Βαγγελιό όμως τελικά εγκαταλείπεται από τον αρραβωνιαστικό της, και δεν καταφέρνει να βρει άλλον. Έτσι, καθώς ο ήρωάς μας μεγαλώνει εξακολουθώντας πάντα να την αγαπάει, το Βαγγελιό επενδύει τα ματαιωμένα ερωτικά της συναισθήματα σ' αυτόν, πράγμα που η μητέρα του δεν βλέπει καθόλου με καλό μάτι. Ο ήρωάς μας είναι πια δεκατεσσάρων χρόνων, και πηγαίνει στη χώρα στο σχολείο. Γυρνώντας βρίσκει το Βαγγελιό άρρωστη από φυματίωση. Η μητέρα του έχει τσακωθεί μαζί της, ανησυχώντας για αυτή τη σχέση που έχει αναπτύξει με το γιο της. Αυτός, παρά τις αντιρρήσεις της μάνας του, η οποία τώρα φοβάται επί πλέον και για την υγεία του, μια και η φυματίωση είναι κολλητική, θα την επισκεφθεί δυο φορές. Η ίδια, γεμάτη παράπονο, θα πει στη μάνα της: "Έχω μιαν αγάπη που δεν μου ταιριάζει. Είν' η μεγάλη μου και μοναχή χαρά μου, μα κι ο μεγάλος μου κι αγιάτρευτος πόνος τση ζωής μου. Ο κόσμος έπρεπε να με λυπάται. Δεν το ζήτηξα. Μα κι ά με κατακρίνουνε, μουδέ φοβούμαι μουδέ ντρέπομαι. Ο Θεός, που δε θωρεί σαν τσ' αθρώπους θα με κρίνει. Και θα βρει την καρδιά μου καθαρή" (σελ. 88). Απελπισμένη, θα ανεβεί πάνω σε ένα ψηλό βράχο και θα πέσει να σκοτωθεί, για να στοιχειώσει για πάντα τη μνήμη του μικρού αγαπημένου της.
  Ο αφηγητής του Τουργκιένιεφ είναι δεκαέξι χρόνων όταν γνωρίζεται με τη Ζηναϊδα, ξεπεσμένη πριγκίπισσα που ζει μαζί με τη μητέρα της στο γειτονικό σπίτι στην εξοχή. Είναι κι αυτή, όπως και η πρώτη αγάπη του Κονδυλάκη, "ψηλή και λυγερή" (σελ. 16). Την ερωτεύεται. Ζει το μαρτύριο της ζήλιας, βλέποντας τη νεαρή πριγκίπισσα να πολιορκείται από ένα πλήθος θαυμαστών, όπως και ο αφηγητής του Κονδυλάκη ζηλεύει τον αρραβωνιαστικό του Βαγγελιού. Αργότερα το μαρτύριο αυτό θα γίνει πιο έντονο, καθώς αντιλαμβάνεται πως κάποιος άλλος άντρας είναι στη ζωή της. Προσημαίνεται στο κείμενο για το ποιος μπορεί να είναι αυτός ο άνθρωπος από κάποια στοιχεία που μας δίνει ο αφηγητής, και που στη δική του συνείδηση πέρασαν τότε απαρατήρητα. Τελικά αποκαλύπτει πως δεν είναι άλλος από τον πατέρα του, καθώς γίνεται μάρτυρας της, τελευταίας μάλλον, σκηνής του χωρισμού τους. Έτσι ο ήρωάς μας αποδεικνύεται ένας αντεστραμμένος Ιππόλυτος. Αυτός αγαπά τη "γυναίκα" του πατέρα του, και όχι αντίστροφα. Εξάλλου είναι ο πατέρας που πεθαίνει και όχι αυτός. Ο χωρισμός του μάλλον ήταν η αιτία της "αποπληξίας" που τον έστειλε στον τάφο. Πριν πεθάνει άρχισε να του γράφει μια επιστολή: "Γιε μου, μου έγραφε, να φοβάσαι τη γυναικεία αγάπη, να φοβάσαι αυτή την ευτυχία, αυτό το δηλητήριο" (σελ. 83).  
  Ενώ τα διηγήματα φαινομενικά εστιάζονται στους ερωτικούς καημούς των δύο μικρών ηρώων, που είναι και οι πρωτοπρόσωποι αφηγητές (στο διήγημα του Τουργκένιεφ η πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι εγκιβωτισμένη σε μια τριτοπρόσωπη, έκτασης μόλις δυο σελίδων), στην πραγματικότητα, αυτό που συγκινεί τον αναγνώστη είναι η τραγικότητα των ηρωίδων. Και περισσότερο βέβαια τον συγκλονίζει η ηρωίδα του Κονδυλάκη, που η ματαιωμένη αγάπη της βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, με τραγική κατάληξη την αυτοκτονία της. Όσο για την ηρωίδα του Τουργκένιεφ, αυτή θα παντρευτεί, αλλά θα πεθάνει μετά από τέσσερα χρόνια, στη γέννα, πριν προλάβει ο αφηγητής να τη συναντήσει.
  Με βάση τα λεγόμενα του Αριστοτέλη, ότι "όταν δ' εν ταις φιλίαις εγγένηται τά πάθη...ταύτα  ζητητέον" (Ποιητική, 1453b, 5), πιο τραγική θα έπρεπε να είναι η ιστορία αγάπης του Τουργκένεφ, αφού υπάρχει η ερωτική αντιζηλία ανάμεσα σε πατέρα και γιο. Παρολαυτά δεν υπάρχει καμιά σύγκρουση, μια και, προφανώς, η Ζηναϊδα, σε αντίθεση με το Βαγγελιό, δεν έπαιρνε τόσο στα σοβαρά τον έρωτα του μικρού, ώστε να προκαλέσει την οργή του πατέρα. Και στον μικρό δεν μειώνονται καθόλου τα αισθήματα αγάπης που νιώθει για τον πατέρα του, μετά την αποκάλυψη της σχέσης του μαζί της. Και, προπαντός, ο θάνατος της ηρωίδας, συνοδός κάθε γνήσιας τραγωδίας, δεν συμβαίνει εδώ "κατά το εικός και το αναγκαίο", αλλά εντελώς τυχαία.
  Αντίθετα, η ιστορία αγάπης του Κονδυλάκη αποπνέει τον αέρα μιας γνήσιας αρχαίας τραγωδίας. Το τραγικό πρόσωπο πάσχει "δι' αμαρτίαν τινά", και η τραγική κατάληξή του δεν είναι απλώς ο θάνατος, αλλά η αυτοκτονία. Βρίσκεται εξάλλου συνεχώς σε πρώτο πλάνο, σε αντίθεση με το διήγημα του Τουργκένεφ όπου ο πατέρας παρουσιάζεται μόνο ευκαιριακά, και ας πεθαίνει και αυτός "δι' αμαρτίαν τινά", μια και η αποπληξία που έπαθε φαίνεται ως τελικό αποτέλεσμα της εξωσυζυγικής του σχέσης, εξαιτίας της θλίψης από την εγκατάλειψη της νεαρής αγαπημένης του. Έτσι, το κυρίαρχο αίσθημα του "ελέου", της συμπόνιας, το νιώθουμε περισσότερο για την ηρωίδα του Κονδυλάκη, παρά για οποιονδήποτε από τους ήρωες του Τουργκένεφ, παρόλο που και αυτού η θεματική στα περισσότερα έργα του είναι η ματαίωση των ερωτικών αισθημάτων. Στο σχετικό λήμμα της Encyclopaedia Britanica (στην ηλεκτρονική μορφή) διαβάζουμε για την "κομψότητα των ερωτικών ιστοριών και την ψυχολογική οξυδέρκεια στην απεικόνιση των προσώπων" του Τουργκένιεφ, καθώς επίσης ότι "παρά την υπόσχεση ευτυχίας που προσφέρεται, το τέλος της (ερωτικής) σχέσης είναι πάντα καταστροφικό". Στον Κονδυλάκη επίσης το τέλος είναι πάντα καταστροφικό, χωρίς όμως να προσφέρεται εδώ καμιά υπόσχεση ευτυχίας. Όχι μόνο στην "Πρώτη αγάπη", αλλά πολύ περισσότερο στο "Όταν ήμουν δάσκαλος", όπου ο αναγνώστης δεν τρέφει καμιά ψευδαίσθηση ότι ο έρωτας τόσο του δασκάλου - αφηγητή, όσο και του άλλου δασκάλου, που αφορούσαν την ίδια νεαρή κοπέλα, δεν επρόκειτο να ευοδωθεί. Ενώ όμως ο αφηγητής ξεπερνάει την ερωτική του απογοήτευση όταν η νεαρή κοπέλα παντρεύεται τον όμορφο νεαρό, ο άλλος δάσκαλος οδηγείται, όπως και το Βαγγελιό στην "Πρώτη αγάπη", στην αυτοκτονία.
  Στην "Πρώτη αγάπη" ο Κονδυλάκης αποδεικνύεται εξαιρετικά μοντέρνος με το να απεικονίζει τη δύναμη του ερωτικού αισθήματος και τη συντριβή από τη ματαίωσή του όχι σε μια κανονική σχέση αλλά σε μια σχέση αποκλίνουσα, "ανοίκεια", για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο των ρώσων φορμαλιστών. Δεν πρόκειται για μια νορμάλ σχέση ανάμεσα στη "νεράϊδα και το παλικάρι" (ας μας επιτραπεί η μεταφορά από τον τίτλο γνωστής κινηματογραφικής ταινίας), στην οποία έχουμε πια εθισθεί, και γι' αυτό λίγο πολύ έχει αμβλυνθεί η ευαισθησία μας απέναντι στους ερωτικούς τους καημούς, αλλά για τη σχέση ανάμεσα σε ένα μικρό παιδί και σε μια πολύ μεγαλύτερή του κοπέλα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας ανάλογης σχέσης υπάρχει στην ταινία του Ρόμπερτ βαν Άκερεν "Η γυναίκα καίγεται", όπου βλέπομε την ένταση της ζήλιας του άντρα για τη γυναίκα η οποία εκδίδεται σε αποκλίνοντες σεξουαλικά άντρες, χωρίς καν να τους αγγίζει. Επίσης στο θεατρικό έργο "Μαντάμ Μπατερφλάι" του David Henry Hwang, όπου ο ήρωας αυτοκτονεί όταν μαθαίνει ότι εκείνη με την οποία είχε ερωτικές σχέσεις στην πραγματικότητα ήταν άνδρας πράκτορας. Όχι γιατί ξεγελάστηκε, αλλά για το ανέφικτο πια της σχέσης.
  Ο Τουργκένιεφ, σε αντίθεση με τον Κονδυλάκη, είναι ιδιαίτερα "εικαστικός" στην απεικόνιση των προσώπων. Η Ζηναϊδα περιγράφεται σε πολλά επεισόδια. Οι περιγραφές αυτές έχουν σαν στόχο να προβάλλουν την ομορφιά της, ώστε να φανεί η αγάπη του αφηγητή γι αυτή δικαιολογημένη και αναπόφευκτη. Γίνονται εξάλλου μέσα από τη δική του οπτική, την οπτική όχι ενός ψυχρού αφηγητή -   παρατηρητή, αλλά ενός ερωτευμένου έφηβου: "Κοίταξα τη Ζηναϊδα, και αυτή τη στιγμή μου φάνηκε πιο ψηλή απ' όλους. Το λευκό της μέτωπο, τα ακίνητα φρύδια της ακτινοβολούσαν ένα τέτοιο σπινθηροβόλο πνεύμα και μια τέτοια επιβλητικότητα, που σκέφτηκα: εσύ είσαι αυτή η βασίλισσα!" (σελ. 63). Στην αρχική τους συνάντηση ο νεαρός αφηγητής παρατηρεί τα "τεράστια γκρίζα μάτια της" (σελ. 16). Ο αφηγητής του Κονδυλάκη παρατηρεί επίσης ότι "τα μαύρα της μάτια, που φαινόντανε μεγαλείτερα, είχαν την αγωνία πουλιού πληγωμένου" (σελ. 35). Τα τεράστια γκρίζα μάτια της Ζηναϊδας αποπνέουν ερωτισμό, μια και, όπως μας λένε οι βιολόγοι, τα μάτια της γυναίκας όταν διεγείρεται ερωτικά διαστέλλονται και, ακτινοβολώντας έτσι την ερωτική της διάθεση, την δείχνουν πιο όμορφη, πράγμα που προκαλεί την έλξη του άλλου φύλου. Αντίθετα, τα μαύρα μάτια του Βαγγελιού που φαίνονταν μεγαλύτερα, σαν παράθυρα ψυχής φανέρωναν μια έντονη αγωνία.
  Ο Κονδυλάκης την ηρωίδα του, σε αντίθεση με τον Τουργκένιεφ, την απεικονίζει με λιτές πινελιές για να δείξει τη σταδιακή της φθορά, λόγω της αρρώστιας της, σαν εικονιστικό σύμβολο της βαθύτερης ψυχικής φθοράς που υφίσταται, λόγω των επιθέσεων της μάνας του αφηγητή και της συνειδητοποίησης του αδιέξοδου των ερωτικών αισθημάτων της. Ο Τουργκένιεφ ζωγραφίζει την ομορφιά της ηρωίδας του, ο Κονδυλάκης την τρικυμισμένη ψυχή της δικής του.
  Ο Τουργκένιεφ προχωρεί επίσης σε σύντομες αλλά ακριβείς περιγραφές του κύκλου των "μνηστήρων" που περιβάλλουν αυτή τη βασίλισσα: "-Μαϊντάνοφ, είπε η πριγκίπισσα σε ένα ψηλό νέο άνδρα με αδύναμο πρόσωπο, με μικρούτσικα μάτια σαν τυφλού και πολύ μακριά μαύρα μαλλιά..." κ.λπ. (σελ. 31). Ένα μοτίβο σε πολλά έργα του Τουργκένιεφ είναι η εξέταση της επίδρασης που έχει η άφιξη ενός νέου προσώπου σε ένα μικρό κοινωνικό κύκλο, και οι αντιδράσεις του κύκλου αυτού όταν τον βλέπουν να αναπτύσσει μια σχέση με την ηρωίδα, σχέση που, όπως είπαμε, το τέλος της είναι πάντα καταστροφικό. Έτσι το διήγημα του Τουργκένιεφ είναι πολυπρόσωπο, σε αντίθεση με το διήγημα του Κονδυλάκη, όπου υπάρχει μια αυστηρή οικονομία στους χαρακτήρες, και οι οποίοι έχουν όλοι τους ένα λίγο πολύ καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής.
  Κάθε λογοτεχνικό έργο είναι σε κάποιο βαθμό ηθογραφικό, είτε από πρόθεση, είτε αναγκαστικά, αφού τα ήθη και τα έθιμα συμπεριλαμβάνονται στο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι ήρωες, και το οποίο πρέπει αναγκαστικά να περιγραφεί, για να μην αιωρούνται στο κενό. Όταν μάλιστα το λογοτέχνημα ανήκει σε προηγούμενες εποχές, τότε η πρόσληψη συλλαμβάνει πιο έντονα τον ηθογραφικό του χαρακτήρα, λόγω της διαφοράς των καινούριων κοινωνικών καταστάσεων με αυτές εκείνης της εποχής. Οι σοβιετικοί πολίτες, αλλά και οι σημερινοί ρώσοι, οπωσδήποτε βλέπουν με περιέργεια τον τρόπο που κινούνταν και διασκέδαζε η αριστοκρατία εκείνης της εποχής, η βασιλεία της οποίας παρήλθε ανεπιστρεπτί μετά την οκτωβριανή επανάσταση. Το παιχνίδι του φάντη που περιγράφει, παιχνίδι ερωτικό σαν την "μπουκάλα" που παίζαμε εμείς στα νιάτα μας (άραγε την ξέρουν οι σημερινοί νέοι;) μάλλον θα είναι άγνωστο στη σημερινή Ρωσία.
  Στο διήγημά του ο Κονδυλάκης παραθέτει ιατρικές πρακτικές, ξεπερασμένες στην εποχή μας, με σαφή ηθογραφική πρόθεση και σατιρική διάθεση ταυτόχρονα. Τον δαιμονισμένο τον διάβαζε παπάς για να του φύγουν τα δαιμόνια, και αν δεν έφευγαν, τον σάπιζαν στο ξύλο. "Έδερναν τον κακομοίρη τον τρελό και πίστευαν πως έδερναν τον διάβολο" (σελ. 58). Για το πώς αντιμετώπιζαν τον πυρετό γράφει: "Θα καλούσε (η μητέρα του) λόγου χάρη ένα γραμματισμένο 'να μου γράψει το ρίγο', δηλαδή να γράψει ένα ξόρκι και το χαρτί θα το κρεμούσα στο λαιμό μου, ως φυλαχτάρι. Ίσως μάλιστα θα έλυωναν το χαρτί μ' ένα τέτοιο ξορκισμό, και τη διάλυση θα μούδιναν να πιω" (σελ. 80). Και πιο κάτω:
  "...από τους πραχτικούς (γιατρούς) οι περισσότεροι ήσαν μοιράρηδες, δηλαδή μάγοι και γιατροί μαζί. Αυτοί, αντί να ζητούν τη διάγνωση της αρρώστειας στα συμπτώματα και τη γενική κατάσταση του αρρώστου, τη ζητούσαν στα μοιροχάρτια των, πούχαν ανακατεμένη τη θεραπευτική και τη μαγεία.
  Κι ένα τέτοιο γιατρό κάλεσε η μητέρα μου να μ' εξετάσει. Κι ήρθε μ' ένα χοντρό χειρόγραφο βιβλίο, με τις γωνίες λερωμένες και φθαρμένες από το πολυχρόνιο φυλλομέτρημα. Μόλις που με κύταξε μένα τον άρρωστο. Ούτε το σφυγμό μούπιασε, ούτε τη γλώσσα μου κύταξε. Η μάνα μου τούπε πως είχα ζέστη μεγάλη, ιδρώτες τις βραδυνές ώρες και παραμιλητά. Αλλ' αυτά τάκουσε ως περιττές για την τέχνη του πληροφορίες. Ρώτησε μόνο ποιο μήνα και ποια μέρα γεννήθηκα. Άνοιξε κατόπιν το βιβλίο του. Κι ενώ γύριζε τις σελίδες παρουσιάζοντο πεντάλφες, κύκλοι κι άλλα μαγικά σχήματα. Σ' ένα κατεβατό σταμάτησε και μούπε να θέσω το δάχτυλό μου τυχαίως σ' ένα σημείο. Μετ' αυτό άρχισε μια άφωνη ανάγνωση και σάλευαν τα χείλη του. Σε λίγα λεπτά έβγαλε τη διάγνωσή του. Είχα βαρειά 'βιστιρά', δηλαδή προσβολή από πονηρά πνεύματα, αλλ' ίσως κι απ' ανθρώπου αφορμή και συνέργεια. Το χαρτί δεν το ξεδιάλυνε καθαρά" (σελ. 81)2.
  Η γλώσσα του Κονδυλάκη δείχνει τη μετάβαση που ακολούθησε το κρητικό ιδίωμα από την αρχαία ελληνική στη σημερινή γλώσσα που μιλούν στην Κρήτη. Η τάση της αιτιατικοποίησης του αντικειμένου δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη, και έτσι διαβάζουμε π.χ. "να παρακούσω της μητέρας μου" (σελ. 71), με το αντικείμενο σε γενική. Ακόμη βλέπουμε την επιβίωση αρχαίων λέξεων, όπως στη φράση "να δεις πώς διάγουν οι βοσκοί" (σελ. 47). Επίσης βλέπουμε λέξεις που έχουν χαθεί σήμερα, σε φράσεις όπως "σε μάκη ώρα δε σε διαντέριζα" (σελ. 87), δηλαδή σε λίγη ώρα δεν σε έβλεπα. Ακόμη βλέπουμε ότι η φράση που χρησιμοποιούμε σήμερα "λογιών λογιών", δηλαδή κάθε είδους, είναι παραφθορά της φράσης "λογής λογιών" (σελ. 83) που είναι το σωστότερο. Όμως για τη γλώσσα του Κονδυλάκη έχει γράψει αναλυτικά ο καθηγητής γλωσσολογίας Χριστόφορος Χαραλαμπάκης.
  Και τα δυο διηγήματα είναι εξαιρετικά. Το διήγημα το Κονδυλάκη είναι το κορυφαίο του, και θα τολμούσα να πω, χωρίς τοπικιστικές προκαταλήψεις, ότι είναι ανώτερο του αντίστοιχου του Τουργκένιεφ, τουλάχιστον όσον αφορά την πλοκή. Δυστυχώς βρισκόμαστε κι εδώ μπροστά στο μεγάλο εμπόδιο της γλώσσας, που εμποδίζει αριστουργήματα της λογοτεχνίας μας να γίνουν ευρύτερα γνωστά στο εξωτερικό. Το πώς θα μπορούσε να ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο, δεν είναι της παρούσας μελέτης.3

Σημειώσεις

1 Ιωάννου Κονδυλάκη, Η πρώτη αγάπη και άλλα διηγήματα, Αθήνα, χχ. Βίπερ. Ι.S. Tourgueniev, Pervaya Lubov, Maskva, 1988, Rousski Yazyk.
2 Παρεμπιπτόντως, με ανάλογο τρόπο σατιρίζει ο περίφημος, αν και άγνωστος στον τόπο μας, κινέζος συγγραφέας Ba Jin, την εμμονή στις κινέζικες θεραπευτικές πρακτικές και την απόρριψη της δυτικής ιατρικής, στα έργα του Chun (Άνοιξη) και Jiu (Φθινόπωρο). Τα διαβάσαμε σε reader από τις εκδόσεις Sinolingua, Beijing, 1987.
3 Μια μελέτη όλων των αφηγημάτων με τίτλο ή με θέμα «Η πρώτη αγάπη» θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Θα υπήρχαν ασφαλώς λιγότερα κοινά σημεία, όμως αυτά τα κοινά σημεία θα έδιναν και το χαρακτηριστικό στίγμα της «πρώτης αγάπης», σαν θεμελιακής εμπειρίας καθενός μας. Αν αληθεύει η ρήση ότι «Ο άνδρας δεν ξεχνάει ποτέ την πρώτη του αγάπη - και η γυναίκα την τελευταία», δεν είναι να απορεί κανείς που οι συγγραφείς που έχω εντοπίσει μέχρι τώρα είναι όλοι άνδρες. Εκτός από τα διηγήματα του Τουργκένιεφ και του Κονδυλάκη έχουμε υπόψη μας το 35ο, προτελευταίο κεφάλαιο της «Ισταμπούλ» του Ορχάν Παμούκ με τίτλο «Η πρώτη αγάπη» και το διήγημα του Αργύρη Εφταλιώτη με τίτλο επίσης «Πρώτη αγάπη». Και στα δυο το τέλος είναι πολύ χαρακτηριστικό: «Εγώ της έγραψα εννιά μεγάλα γράμματα. Έβαλα τα επτά σε φάκελο, ταχυδρόμησα τα πέντε. Δεν πήρα ποτέ απάντηση» (Ορχάν Παμούκ, Ισταμπούλ, Ωκεανίδα 2005, μετ. Στέλλας Βρεττού, σελ. 545). «Για όλʼ αυτά χύθηκε ένας ποταμός λόγια και για την πρώτη μας την αγάπη, την αξέχαστη εκείνη την αγάπη, καθώς τότες, έτσι και τώρα, δεν είπαμε μήτε λέξη» (Αργύρης Εφταλιώτης, νησιώτικες ιστορίες)





Lexima.gr - Τα κείμενα αποτελούν απόψεις και θέσεις των συντακτών τους.