Λέξημα / Ποίηση / Στον ουρανό του τίποταΑνώνυμος επισκέπτης
Ποίηση Νεότερο Παλαιότερο
'Αρθρο #225 | Αποστολή από ?????? |
   Σαβ 14 Ιαν 2006 
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
Στον ουρανό του τίποτα
Χωρίς εξώφυλλο
Η αναγκαιότητα της ποίησης ως υπαρξιακό στήριγμα για την αντιμετώπιση του φόβου του ανθρώπου για το πολύσημο τέλος αναδύεται από τα ποιήματα

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα, εκδόσεις Καστανιώτη 2005, σελίδες 40.




Μετά από την προτελευταία συλλογή «Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος», από τις εκδόσεις Καστανιώτη 2003, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ επανέρχεται με το τελευταίο ποιητικό της έργο. Η τρέχουσα συλλογή έχει τον τίτλο «Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα» και αποτελείται από δεκαπέντε ποιήματα.
Από το πρώτο κιόλας ποίημα που ο τίτλος του ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ονοματοθέτησε ολόκληρη τη συλλογή, το ποιητικό εγώ θα δώσει το στίγμα του, τις προθέσεις και το πλαίσιο που θα καθορίσει και τα υπόλοιπα ακόλουθα ποιήματα: «...να φεύγουν τα περιττά λέω /να μπω στον ουρανό τού τίποτα /με ελάχιστα». Έτσι, σκοπός είναι πλέον να ξεσκαρτάρει τα άχρηστα, τα περιττά, και να κρατήσει σαν ποιητικές μα και προσωπικές αποσκευές ελάχιστα, μόνο τα στοιχειώδη. Ναι, προς τη δύση της ζωής καθένας επιδιώκει να προβεί σε απολογισμούς. Κρατιούνται πράγματα, πετιούνται άλλα.
Και σ΄αυτή την πρόσφατη συλλογή,όπως και στο συνολικό της έργο, πάλι το σώμα παρόν στα ποιήματα. Το ζωντανό σώμα, αυτό που φθείρεται, αυτό που πονά, αυτό που ερωτεύεται ή που βιώνει την απουσία, την έλλειψη. Το ποιητικό εγώ δε νοιάζεται για τη μεταφυσική του σώματος μετά το θάνατό του. Όχι, όταν νεκρωθεί το σώμα όλα τελειώνουν, ή μάλλον ξαναρχίζουν, από την άποψη πως αυτό θα θρέψει τη γη, τα φυτά, πως θα γίνει ένα με τη φύση. Η ύλη λοιπόν την απασχολεί και ο φόβος της απώλειάς της.
Αν εξετάσουμε τον τίτλο της συλλογής θα καταλήξουμε ότι μάλλον δεν περιμένει κάτι από τον ουρανό. Το χώμα την ενδιαφέρει, η χοϊκή διάσταση των πραγμάτων, η ζωή του σώματος. Οι μεταφυσικές αναζητήσεις περιττεύουν. Ο ουρανός τού τίποτα: μετά το θάνατο του σώματος όλα τελειώνουν. Τα ελάχιστα: τα «δωρικά» ποιήματα, αυτά να μείνουν. Ο λόγος απογυμνώνεται. Σα να μας λέει το ποιητικό εγώ, πριν το τέλος δεν χρειάζονται τα πολλά λόγια, οι λυρισμοί στα ποιήματα και τα καλολογικά στοιχεία. Τα ποιήματα μπορούν να βοηθήσουν κάποιον να ζήσει, αρκεί να έχουν δύναμη, να έχουν πετάξει από πάνω τους ό,τι το περιττό, να είναι αληθινά και να επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις στους υπαρξιακούς φόβους του ανθρώπου.
Ο φόβος του τέλους είναι παρών στο ποιητικό εγώ είτε σαν φόβος σωματικού θανάτου είτε σαν φόβος των μικρών θανάτων που φέρει η καθημερινότητα και η φθορά.
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τα ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή.
Το δεύτερο ποίημα αποτελείται από έξι μέρη και τιτλοφορείται ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ. Στίχοι του Αντώνη Φωστιέρη σαν μότο στην αρχή: «Αδυνατεί να κάνει ωραίους στίχους /η πραγματικότης βλέπετε».
Στο πρώτο μέρος μιλά για την πραγματικότητα προσπαθώντας να την καταλάβει ή να την καθορίσει, μια και ο καθένας, όπως λέει, πλάθει τη δική του υποκειμενική πραγματικότητα για να επιβιώσει με τις φαντασιώσεις του. Στο δεύτερο μέρος οι προθέσεις της είναι σαφείς:
«Θέλω να γράψω ένα ποίημα/για όταν αληθινά κινδυνεύω/κι όχι για ηδονές/που δεν καθησυχάζουν πια» και πιο κάτω: «ένα ποίημα για την κοινοτυπία/του τέλους».
Αυτά που την απασχολούν είναι όχι πια ο έρωτας και η σάρκα που έχουν ήδη περάσει ανεπιστρεπτί αλλά ο φόβος του τέλους, ο φόβος του σωματικού θανάτου, η λήξη της ενσώματης ζωής. Στο τρίτο μέρος θα μας μιλήσει για την πρώτη φορά που βρέθηκε γυμνή στα μάτια του άντρα αλλά όπως μας λέει: «Θέλω να γράψω ένα ποίημα/για την πρώτη φορά.../Αλλ΄ούτ΄η ψυχή μου τη γεύση αυτή/δεν έχει συγκρατήσει». Κι εδώ πάλι η ματαίωση της ποιητικής πρόθεσης. Δυστυχώς η σάρκα, το σώμα, δεν διαθέτουν μνήμη. Μόνο στιγμιαία διαρκεί η αθανασία. Στο τέταρτο μέρος συσχετίζει τον έρωτα με το φόβο: και οι δύο διαθέτουν παντοδυναμία και είναι ισοβαρείς: «Θέλω αλλά φοβάμαι/πως με τη γραφή δεν θ΄απαλλαγώ/αλλά θα θεριέψει ο φόβος/όπως και τον έρωτα τον μεγαλύνει ο λόγος». Το ποιητικό εγώ εξίσου το συνεπαίρνει ο έρωτας και ο φόβος. Στο πέμπτο μέρος είναι διακριτή μια αισιόδοξη διάθεση: «Θέλω να γράψω ένα ποίημα/για τα κρυμμένα αστέρια της καθημερινότητας: την εξυπνάδα, την καλοσύνη, την ευθυμία/που σιωπηλές κι ανειδίκευτες/μας βοηθάνε να ζήσουμε». Στο έκτο και τελευταίο μέρος διαφαίνεται η ματαιότητα ή και η ματαίωση του όλου εγχειρήματος: «Θα΄θελα να γράψω ένα ποίημα εμπνευσμένο/αλλά η μοίρα σα να μην οδηγεί πια».
Ακολουθεί το ποίημα Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΘΟΥΣ, όπου κι εδώ πάλι παρόν  είναι το σώμα.
Στο ποίημα ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ επιθυμεί να μπορούσαν τα φιλιά να είναι τοπία κι έτσι να δύναται να τα επισκέπτεται συνέχεια και να μην ανήκουν στο παρελθόν παρά να υπάρχουν στους χάρτες των αναμνήσεων. Μα δεν υπάρχει σαρκική μνήμη και να η αλήθεια: «τοπία απόκρημνα/φιλιά γκρεμοί».
Το ποίημα Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ  αποτυπώνει την πίκρα του ποιητικού εγώ για τη ζωή που τώρα ζει, την ακατανόητη κι απροσδιόριστη. Πολλά ερωτήματα για πολλά θέματα, πολλά παράπονα αλλά και φόβος σχετικά και με το περιεχόμενο της ποίησής του αλλά και με το ζήτημα της αιωνιότητας: «Ελάχιστες περιγραφές φύσης/πια στους στίχους /είναι γιατί συγκεντρώνομαι ολόκληρη/να φανταστώ/το πρόσωπο που θα μου υποσχεθεί/την αιωνιότητα του τελευταίου παρόντος/για μια στιγμή». Αυτή, η ποιήτρια που χρησιμοποίησε τη φύση σαν δάσκαλο στις ποιητικές περιπλανήσεις της, τώρα στρέφεται σε άλλους στόχους.
Ακολουθούν τα ποιήματα με τίτλους: ΤΟ ΚΛΑΡΙ, Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΑΣΗΣ, ΦΥΤΟΖΩΗ, Η ΑΟΡΑΤΗ, Η ΠΑΝΟΠΛΙΑ, ΓΕΝΝΑΙΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ, Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ, ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ, Η ΑΛΛΗ ΜΟΝΑΞΙΑ, Η ΠΕΤΡΑ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΨΕ.
Το ποιητικό εγώ βιώνει υπαρξιακά μια ποικιλία καταστάσεων. Νιώθει προδομένο γιατί ζει χωρίς πια να μετέχει στη χαρά της ζωής, στον έρωτα, στη φύση. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να φέρνει ζήλια:«Το καρδιοχτύπι/μεταμορφώθηκε σε παραμύθι/λίγο γραφικό/που μας κρατάει συντροφιά/τώρα που γεννήθηκε ζήλια τρελή/για τα φυτά που΄χουν σίγουρη/την αιώνια ζωή επί της γης». Τι υπέροχες λέξεις χρησιμοποιεί για να θαυμάσει τα φύλλα των δέντρων: προσωρινά αιώνια!
Και παλιά το ποιητικό εγώ είχε φορέσει πανοπλία-ποίημα για να προστατευτεί από ποικίλους κινδύνους, μα τώρα «Μιαν άλλη πανοπλία/χρειάζεσαι τώρα για να φυλαχτείς/απ΄του θανάτου τα μηνύματα». «Και πρέπει να΄ναι φτιαγμένη/από γερό απάνθρωπο υλικό/η πανοπλία αυτή/για να σε προστατέψει απ΄τη σκέψη/όχι μόνο του δικού σου θανάτου». Το γενναίο παράπονο που θέλει να διακηρύξει είναι πως δε θέλει να πεθάνει. Μανιφέστο κατά του θανάτου λοιπόν. Επιρροή  από τον νονό της Νίκο Καζαντζάκη βλέπουμε στους εξής στίχους: «Λευτεριά δεν είναι μόνο/να λυτρωθείς από την επιθυμία/αλλά και να τολμάς να διακηρύξεις/τον μυστικό σου πόθο». Δε διστάζει και να συνειδητοποιήσει πως η έλλειψη είναι ευλογημένη, αφού αν σου έχει αφαιρεθεί κάτι δεν έχεις να φοβηθείς ή να αποπροσανατολιστείς, γιατί ξέρεις που πορεύεσαι: έχεις διδαχθεί πια πως οι στερήσεις εμπεριέχονται στη ζωή. Ναι, σιγά σιγά όλα τα χάνεις, αυτό είναι το νόημα, ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας. Και τη μνήμη σου την κάνεις επιλεκτική, ωραιοποιείς τις αναμνήσεις γιατί τις λατρεύεις. Αφαιρείς αυτά που σε πλήγωσαν και κρατάς τα υπόλοιπα. Έτσι προφυλάσσεσαι. Και η φύση; Κρατά απλά τη νομοτέλειά της: «Αυτή να εκτελεστεί η συμφωνία μας μόνο θέλει/κι ας μην τη συνυπογράψαμε ποτέ/όπως δεν θα γράψουμε ποτέ/με την πένα της ζωής/τη λέξη ΤΕΛΟΣ». Και τι διαφοροποιεί το ποιητικό εγώ από την πέτρα; Η πίστη πως δεν είναι από λίθο, η πίστη πως υπάρχει. Με αυτό τον τρόπο ξεχωρίζει το σώμα, η σάρκα, από την πέτρα την άψυχη που θυμίζει νεκρό.


Αυτά που ακολουθούν τα έχω επιλεκτικά συλλέξει από το τεύχος 6, Ιούνιος 2004 της περιοδικής έκδοσης του Διεθνούς Κέντρου Λογοτεχνών και Μεταφραστών Ρόδου «Ήλιος: Η φωνή των τριών θαλασσών», το οποίο ήταν αφιέρωμα στην Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ αρκετά χρήσιμο και διαφωτιστικό όσον αφορά το συνολικό έργο της ποιήτριας.

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ δήλωσε σε συνέντευξή της:
«Η ποίηση με βοήθησε και με βοηθάει να ζήσω, όχι γιατί πιστεύω ότι αυτό που κάνω θα μείνει-τέτοιες ελπίδες μην καταδεχτείς- ούτε ότι είμαι ταγμένη να υπηρετήσω έναν ιερό σκοπό. Είναι γιατί ακόμη κι όταν μ΄εγκαταλείπει και νιώθω το πλευρό μου γυμνό να τρέμει στον αέρα, ξέρω πως είναι εκεί, κάπου γύρω. Άλλωστε, τώρα έχω μάθει, με δίδαξε εκείνη, πως να μεταφράζω το τέλος της ζωής σε έρωτα της ζωής». Αυτά τα λόγια της ποιήτριας δηλώνουν την άρρηκτη σχέση της, σχέση ζωής και αναγκαιότητας, με την ποίηση.
«Μια ζωή έλεγα ότι υπηρετούσα την ποίηση. Τώρα τελευταία καταλαβαίνω ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν έκανα τίποτα άλλο από το να υπηρετώ τη γλώσσα. Κι ότι η ποίηση είναι το πιρούνι, το όργανο. Έχω μια σχεδόν θρησκευτική προσήλωση στη γλώσσα».

Οι κριτικοί του έργου της θεωρούν ότι η σωματική ύπαρξη, το σώμα, πρωτοστατεί, χρωματίζει και ορίζει την ποίηση της. Άλλωστε και η ίδια το επιβεβαιώνει: «Αυτό που εγώ θα μετουσιώσω σε ποίηση ή σε απελπισία πρέπει πρώτα να περάσει από το σώμα μου. Δηλαδή πώς θα αντιδράσει το σώμα μου στον καιρό, στην ηλικία, στην καταιγίδα, στον έρωτα».
«Το σώμα το δικό μου (ποιητικά) προσφέρει την τραγικότητα και το πεπερασμένο του στο τέλειο ‘άλλο'. Ταυτόχρονα, λατρεύοντας το σώμα του ‘άλλου', λατρεύοντας το εν τέλει εφήμερο και του ‘άλλου' στην ουσία λατρεύεις τον έρωτα».


Αρχικά στην ποίησή της προσέγγιζε τον ‘άλλον' μέσα από μάσκα μύθων. Πηνελόπη, Μαγδαληνή, Αλιείη.
Στο ποίημα «Λέει η Πηνελόπη» χρησιμοποιεί το προσωπείο της Πηνελόπης για να μιλήσει:
«Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,/ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα/κάτω απ΄το βάρος της λέξης/
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση/όταν πιέζεται από πόνο το μέσα./Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου/-απουσία από τη ζωή-/κλάματα βγαίνουν στο χαρτί/κι η φυσική οδύνη του σώματος/που στερείται».

     Και πιο κάτω:
«Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω/στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία/τι απουσία/ή πώς λειτουργεί το εγώ/ στην τόση ερημιά, στον τόσο χρόνο/πως δεν σταματάει με τίποτα το αύριο/το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του/σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι/σα να το πελεκάνε/πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο/ελπίζοντας/πως ό,τι χάνει σε αφή/κερδίζει σε ουσία»

Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης


Σιγά σιγά με τον καιρό, βέβαια, υιοθέτησε το πρώτο ενικό πρόσωπο, είδε τον εαυτό της πια σαν μύθο. Μετέτρεψε τη δική της βιωματικότητα σε ποίηση, τις δικές της εμπειρίες σε ποίηση.
Ο Γιώργος Αράγης, κριτικός, υποστηρίζει πως στην ποίηση της Αγγελάκη Ρουκ κυριαρχεί το ατελές της ύπαρξης ως σώμα, ως ψυχή, ως πράξη, εξαιρουμένου του πνεύματος και λαμβάνει τη μορφή του ερωτικού και βιωματικού ελλείμματος.
Δηλαδή:
Ο έρωτας στο έργο της έχει γήινο έρμα, όπως και ολόκληρο το έργο της. Το σώμα δεν τα πάει καθόλου καλά με το χρόνο. Ο έρωτας διατηρεί και στοιχεία θανάτου. Το σώμα δεν έχει μνήμη. Μόλις τελειώσει η πράξη που συμμετέχει, τελειώνει και ο χρόνος του πέφτει στο σκοτάδι. Ο έρωτας προϋποθέτει την ύπαρξη του άλλου. Και κάτω από τις καλύτερες συνθήκες παραμονεύει η φθορά. O xρόνος πολλές φορές ισοδυναμεί με θάνατο, όχι τόσο βιολογικό, αλλά με το μανδύα της καθημερινής φθοράς. Παντού τίθενται όρια: εγγενή των συνθηκών, του άλλου, του χρόνου. Τα όρια για το ποιητικό εγώ είναι το άλλο πρόσωπο της στέρησης, της απουσίας. Αυτά έτσι τα βλέπει το ποιητικό εγώ. Ό,τι  απασχολεί την ποιήτρια πρακτικά και ως σκέψη είναι η δυσαρμονία ανάμεσα σ΄αυτό που συμβαίνει και σ΄αυτό που «παράλογα» επιθυμεί.
Το βιωματικό έλλειμμα
δεν ταυτίζεται με τα εμπειρικά δεδομένα της πραγματικότητας αλλά έχει να κάνει με τα βαθιά νερά της ύπαρξης. Άλλο το υλικό περιστατικό κι άλλο το βίωμα, που μεταπλάθεται στον εσωτερικό κόσμο της ποιήτριας. Η ποίησή της εμπεριέχει και κάποια διαμαρτυρία για το άδικο που διακρίνει την ίδια τη ζωή. Το υποκείμενο-εγώ έχει μια αρνητική σχέση με την πραγματικότητα. Έτσι, το εξωποιητικό ή ζωϊκό βιωματικό έλλειμμα συλλαμβάνεται και εκφράζεται ποιητικά. Άρα μετατρέπεται σε ποιητικό βίωμα: από έλλειμμα γίνεται ποιητική δωρεά.
Η ΚΑΡ έχει στην ποίησή της κάποιο στοιχείο οργής λανθάνον. Υποβόσκει ένα πνεύμα ελεγχόμενης επανάστασης στα ποιήματα. Η οργή της στρέφεται στο ατελές της ύπαρξης.Ο λόγος της είναι στοχαστικός με γήινο έρμα. Χρησιμοποιεί ευρύτατα την περίφραση. Πίσω από την ποιητική εκφορά του λόγου της υπάρχει μια ανάγνωση των προσωκρατικών και πιο πέρα, μια ανάγνωση των ανατολικών θεοσοφικών «συστημάτων». Ο λόγος της είναι στοχαστικός συνοδευόμενος από λυρισμό. Υπάρχει μια δαιμονική αναζήτηση της ζωοποιού, αρχέγονης δύναμης σε όλο της το έργο. Αυτή η δαιμονικότητα στοιχειώνει εδώ την αναζήτηση των ουσιωδών που θέλει να περισώσει η φαντασία: το πνεύμα, τον έρωτα, τη φύση ως ακαίραιο σώμα, το πάθος, τη σιωπή, ό,τι το ζωικό και ταυτόχρονα θεϊκό. Υπάρχει μια διαλεκτική συνάρτηση προσώπων, αισθημάτων, περιγραφών, με το γύρο τόπο, στον οποίο έχει μεγαλώσει, περιπλανηθεί, αγαπήσει. Είναι εμφανές το δέσιμό της με την Ελλάδα. Επίσης συναισθηματικά την αγγίζουν τα ταξίδια.
Όμως, το σημαντικότερο θέμα της ποίησής της είναι το ζωντανό σώμα. Μιλά για τη βιολογική φθορά. Την απασχολούν υπαρξιακά θέματα. Αναζητά τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.
Έχει ωραία ερωτικά ποιήματα. Ο άξονας κι εδώ είναι η έλλειψη. Διακατέχεται από το συναίσθημα του Ανικανοποίητου και της Έλλειψης.
Οι Άγγελοι, αρσενικοί-εκλάμψεις του απόλυτου μέσα στον έρωτα-περιέχουν την προδοσία. Ο Άγγελος είναι ο εραστής της στιγμής.
Η ποίηση της Αγγελάκη είναι μια περιπέτεια, μια οδύσσεια σώματος. Κάποιοι κριτικοί υποστηρίζουν ότι η ποίησή της είναι η ποίηση της «υπαρξιακής ήττας», από την άποψη της διάψευσης του σώματος, του έρωτα, της αγάπης. Είναι μια σωματοποιημένη ποίηση που ευλογεί και μέμφεται το κορμί.Το κεντρικό ερώτημα εν τέλει στην ποίηση της ΚΑΡ είναι αν το σώμα αποτελεί εμπόδιο ή πρόσβαση στην ουσία του κόσμου. Χάνοντας το σώμα, τον έρωτα, καταλαβαίνουμε περισσότερο ή λιγότερο τον κόσμο;
Το ποιητικό της έργο λειτουργεί και ως ποιητική αυτοβιογραφία, υπό την έννοια της ταύτισης με το ποιητικό εγώ.
Ναι μεν σε πολλά ποιήματά της υπάρχει διάχυτος συναισθηματισμός, όχι όμως και μελοδραματικότητα. Από κει άλλωστε πηγάζει η ποιητική συγκίνηση.Δε λείπει και η αίσθηση της ματαιότητας στο έργο της, όπως και η διάθεσή της να συλλάβει την ολότητα στα πάντα που ενδιαφέρουν τον άνθρωπο και τη φύση του.
Η ΚΑΡ ανήκει στους μεταβατικούς ποιητές από τη Β΄μεταπολεμική γενιά στη γενιά του ΄70. Η ίδια όμως παίρνει μοναχικό δρόμο, μπολιασμένο από την αμερικανική ποίηση. Δεν εντάσσεται εύκολα και αμιγώς ούτε στη Β΄μεταπολεμική γενιά αλλά ούτε και στη γενιά του ΄70.
«Όσο κι αν θεωρείται ερωτική ποιήτρια ή και το υποκείμενο ενός λυρισμού αφοσιωμένου στη μεταφυσική του τοπίου, η Ρουκ κατ΄ουσίαν είναι ποιήτρια υπαρξιακή», λέει ο Ευγένιος Αρανίτσης. «Το βαθύτερο θέμα της είναι το αίνιγμα του θανάτου». Αυτόν δεν τον προσεγγίζει φιλοσοφικά, αλλά εμπειρικά.
Λέει σε συνέντευξη η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: « Εγώ, εκείνο που επεσήμαινα, είναι η θρησκευτική μου προσήλωση στη φύση, σαν δάσκαλό μου, σαν προαγωγό συγκίνησης, σαν παρηγοριά μου. Αφήνομαι στα χέρια της. Λέω ξέρει αυτή».
«Εμένα μ΄αρέσει η ιδέα του χώματος. Ότι θα θρέψω φυτά. Ότι ή δίπλα ή πάνω τους θα κοιμηθούν, θα ξεκουραστούν ζώα. Αυτό για μένα είναι μια νοητή αθανασία».





      Για το www.lexima.gr
         Εύη Οικονομίδου
            15/01/2006

Lexima.gr - Τα κείμενα αποτελούν απόψεις και θέσεις των συντακτών τους.