Λέξημα / Λογοτεχνικά περιοδικά / Πνευματική Ζωή  τ.159Ανώνυμος επισκέπτης
Λογοτεχνικά περιοδικά Νεότερο Παλαιότερο
'Αρθρο #640 | Αποστολή από ?????? |
   Πεμ 2 Δεκ 2004 
Πνευματική Ζωή  τ.159
Πνευματική Ζωή, τεύχος 159 : Τάσος Ρούσσος, Περιήγηση στην ποιητική πορεία του.
ΜΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΡΟΥΣΣΟΥ :
ΑΠΟ ΤΟΝ  “ΠΡΩΤΟ ΠΗΛΟ”  ΣΤΟ  “ΚΥΝΗΓΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ”

(Στο 8ο Συμπόσιο Ποίησης και Δοκιμίου ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης έκανε
την παρακάτω εισήγηση για τον ξεχωριστό συγγραφέα Τάσο Ρούσσο)


           Σήμερα έχω την τιμή να κάνω μια μικρή αναφορά στο ποιητικό έργο του Τάσου Ρούσσου. Ο χρόνος δεν επιτρέπει ούτως ή άλλως εκτεταμένες προσεγγίσεις κάτι που θα ήταν πραγματικά αναγκαίο για να μπορέσει να καλύψει κανείς σε βάθος το έργο του ποιητή. Ο Ρούσσος εκτός από φιλόλογος, σημαντικός πεζογράφος και μεταφραστής είναι επίσης και ένας σπουδαίος ποιητής. Απ' τους καλύτερους της γενιάς του και θα τολμούσαμε να πούμε απ' τους σημαντικότερους σε ότι αφορά την ποιότητα του έργου του τον αιώνα που πέρασε. Με οκτώ ποιητικές συλλογές μέσα σε 47 χρόνια, αν και ο αριθμός δεν είναι πάντα ουσιαστικό σημείο αναφοράς, ο Τάσος Ρούσσος εκφραζόταν ποιητικά όταν πραγματικά είχε κάτι να πει.

           Μια νεανική προσέγγιση στο όνειρο και την ελευθεριότητα του πνεύματος και του νου αποτελεί η πρώτη ποιητική συλλογή του Τάσου Ρούσσου, «Ο πρώτος πηλός» που εκδόθηκε προς τιμήν της αδελφής του το 1957. Ήταν ήδη η περίοδος της ουσιαστικής ποίησης μετά τον νεοσυμβολισμό και τον υπερρεαλισμό. (1)  Ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε Ρούσσος κάνει την πρώτη του ιχνηλάτιση, με καθόλου πρωτόλειο θα λέγαμε τρόπο, αφού καταφέρνει να ξεδιπλώσει συναισθήματα και μνήμες με ‘υγρό' τρόπο, αφού ο ελεύθερος στίχος του υφαίνει μιαν χαλκογραφία, όπου το ερωτικό στοιχείο  ακμάζει, χρωματίζοντας την ίδια την ποιητική τέχνη, χρησιμοποιώντας απαλά τα επίθετα και τις λέξεις, χωρίς να εκβιάζει τον εντυπωσιασμό.

           «Μνήμη,
            Ω! θαμπή συνομιλία της σιωπής,
            Καθώς ταξιδεύεις μες την εσπέρα…
            …Η αμμουδιά του Αιγαίου
            κάτω απ' την κόκκινη στέγη του δειλινού,
            κι οι γαλάζιες ορμές των ματιών
            χαμένες μέσα στο φιλί,…»
(2)

           Μελαγχολικός και λυρικός εμφανίζεται ο Τάσος Ρούσσος στην ίδια περίπου ρυθμική γραμμή στην «Μεταμόρφωση του καιρού» που εξεδόθη το 1962 και στη συλλογή «Οι  νεκροί» το 1965.
           Η θεματολογία του γεννιέται μέσα από την προσωπική του αΐζωη αναζήτηση, μέσα από την πάλη του με την ίδια την θλίψη και το θάνατο. Η ποίηση του όμως, δεν κυριαρχείται από το  σκοτάδι της ανυπαρξίας, αλλά μόνο από έναν καυτό ήλιο σε ένα κατάλευκο τοπίο να καιει αφόρητα με τις φλεβώδεις αχτίδες του τα κουρασμένα όνειρα και την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα.

         «….Βουλιάζω στην κίτρινη άμμο
            δέρμα πεθαμένο απ' το τρομερό φως
            χαραγμένο βαθιά απ' το σκορπιό της μνήμης
            που δαγκώνει ακόμη
            την αναίσθητη φλούδα…»
(3)

           Η αντιπαράθεση του ωραίου και της εν τέλει φθοράς του απ' το πέρασμα του χρόνου, η μετεξέλιξη και το ακούμπημά της, τον αναστατώνει και τον ερεθίζει ταυτόχρονα.

           Κι αν στις πρώτες του συλλογές νιώθουμε να αφήνει ανολοκλήρωτο εκείνο που  ίδιος έχει κατακτήσει, το ποιητικό κλίμα που δημιουργεί δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την στοχαστική και μεστή κεντρομόλο που ναι μεν τον κάνει να κινείται γύρω από ένα σταθερό κέντρο αλλά δεν του αναιρεί τα υπέροχα πετάγματα που εμποτισμένα από μια ουσιαστική εγκεφαλικότητα κατευθύνουν τις ποιητικές του οντότητες σε όλο και πιο ολοκληρωμένες κατευθύνσεις.

           Θα λέγαμε ότι το «μυστικό» στην ποίηση του Ρούσσου είναι η δυνατότητα ή, αν θέλετε, το τάλαντο να χρησιμοποιεί τη σύγχρονη ποιητική γραμμή εμπλουτισμένη με μια βαθιά στοχαστικότητα και λυρικούς τονισμούς, χωρίς όμως να φτάνει στην υπερβολή ή στην ταύτιση με οποιοδήποτε ρεύμα ή τάση. Έχει καθαρά προσωπικό ύφος, η δε γραφή του προσφέρει τη συγκίνηση εκείνη που προσφέρουν μόνον οι μεγαλόπνοες κι όχι οι ευκολομάσητες δημιουργίες.

           Ο Γιακουμπίνσκι αναφέρει σ' έναν περίφημο ορισμό του ότι «Η ποίηση δεν είναι τίποτε  άλλο παρά μια διατύπωση που αποβλέπει στην έκφραση. [..] Αν η εικαστική τέχνη είναι η μορφοποίηση του υλικού των οπτικών παραστάσεων με αυτόνομη αξία, αν η μουσική είναι η μορφοποίηση του ηχητικού υλικού με αυτόνομη αξία, και η χορογραφία του υλικού των σωματικών κινήσεων με αυτόνομη αξία, τότε η ποίηση είναι η μορφοποίηση της λέξης με αυτόνομη αξία, της αυτόνομης λέξης». (4)
           Αυτή ακριβώς η αυτονομία και η έλλειψη κάθε περιττού στοιχείου είναι που αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο σε κάθε έργο του ποιητή, αυτή ακριβώς η σφιχτοδεσιά είναι που αγγίζει περισσότερο από κάθε τι άλλο

       «Η μνήμη
           Είναι το αόρατο πηδάλιο της ύπαρξης,
           Η πυξίδα για να μην χαθούμε.
           Χωρίς αυτήν
           Ο χρόνος θα μας είχε εξαφανίσει
           Πριν από το θάνατο.
           Ανατρέφει τα λουλούδια
           Τα άστρα
           Και τα θηρία της φαντασίας.
           Εκπαιδεύει τους ποιητές
           Χωρίς αυτήν
           Η ψυχή τους δεν θα γινόταν ποτέ
           Μυστικός δείπνος»
(5)

           Στο «Πλοίο φάντασμα» ο Ρούσσος ξαφνιάζει σε όλα τα επίπεδα. Με διαφορετική, ομοιοκατάληκτη φόρμα σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές του, δεικνύει όχι απλώς άρτια τεχνική στη χρήση της ομοιοκαταληξίας, αλλά και άψογη αισθητική, δίνοντας θα τολμούσαμε να πούμε, ένα αριστουργηματικό ποιητικό ταξίδι ενός πλοίου μέσα στο χρόνο και περιστοιχίζοντάς το με την  κατάλληλη ατμόσφαιρα ενός στοιχειωμένου πλοίου του 17ου ή 18ου αιώνα, που περνά δια πυρός και σιδήρου, οδηγούμενο στο πουθενά. Τα 136 υπέροχα τετράστιχα κάνουν τον αναγνώστη να ριγήσει λες και κρατάει στα χέρια του το ημερολόγιο του καπετάνιου του στοιχειωμένου πλοίου.  

    «…Στις κουπαστές σου κρέμονται κουφάρια
           πηχτή καθίζει η ομίχλη στα νερά,
           η μαύρη αρρώστια σ' άδραξε γερά
           κι οι ποντικοί πλημμύρισαν τ' αμπάρια

          Ο λίβας πυρπολεί τα μεσημέρια,
          Παραληρούν οι ναύτες τους ακούς;
          Για θησαυρούς μιλάνες μυθικούς
          Κι έχουν πεντάλφες τατουάζ στα χέρια».
  (6)

            Οι αναφορές του πολυποίκιλες με υπερρεαλιστικές πινελιές,  οι οποίες όχι μόνο δεν αποχρωματίζουν τη παραδοσιακή ροή των στροφών, αλλά προσδίδουν στην ατμόσφαιρα ακόμα μεγαλύτερη σαγήνη

  «Παλιά φωτογραφία που δεν παλιώνει
    Την έβγαλες σαν  άραξες στην Τζιά
    Χαμογελούν στο πλάι μια νεραντζιά
    Ο Μπολιβάρ με τον Κολοκοτρώνη».
(7)

           Η γνώση κάθε τι θαλασσινού καθώς και οι έντεχνα τοποθετημένες ιστοριογεωγραφικές αναφορές, καθιστούν το ταξίδι συναρπαστικό, αβέβαιο, μα πάνω από όλα σαγηνευτικό, μυστηριακό και φυσικά ατελείωτο

           «Σε δέλτα ποταμών πας να πλωρίσεις
            Τον Γάγγη να ανέβεις και τον Ινδό
            Κι εκεί με τον Ιπτάμενο Ολλανδό
            Ένα ποτήρι ρούμι να τσουγγρίσεις».  
(8)

           Το «Πλοίο φάντασμα» είναι το άλλο μισό του εαυτού μας, κομμάτι του υποσυνειδήτου μας, σκέψεις φευγαλέες, στιγμές ανέκφραστες, ελπίδες βουλιαγμένες αλλά και μεθυσμένες, μια υπαρξιακή αναζήτηση μέσα στο άγνωστο της ύπαρξης μας

            «Ποιος είναι ο καπετάνιος , ποιο είναι το σκάφος;  
          Το κυβερνάς ή αυτό σε κυβερνά;
          Ποιος απ' τους δυό των άλλων προσπερνά;
          Υδάτινος δεν σου ταιριάζει τάφος».
(9)

           Το «Πλοίο φάντασμα» πέραν της ξεχωριστής πρωτοτυπίας και στιχουργικής ευρηματικότητας αποτελεί και ένα στοίχημα του ποιητή με τον ίδιο του τον εαυτό. Αν και ο μεταμοντερνισμός ποτέ δεν εδραιώθηκε σαν κίνημα ή σαν ρεύμα δεδομένης και της πανσημικής του τάσης, στο πλοίο φάντασμα βλέπουμε μεταμοντέρνα στοιχεία με την έννοια της επαναφοράς της ρίμας σε ότι αφορά το παραδοσιακό μέτρο, αλλά κι ένα πάντρεμα αυτής, με μιαν μοντέρνα συνολική θεματολογική, αλλά και μιας γενικότερα μορφολογικής αντιμετώπισης. (10)

         «Απλώθηκες σε χίλιες διαστάσεις
           Κι άφησες της παλαιάς ζωγραφικής
           την τέχνη και το χρώμα κατοικείς
           στους πυρετούς, τ' αόρατο να φτάσεις».
(11)

            Δεν πρέπει όμως να μας εκπλήσσει η άψογη τεχνική και το άρτιο ύφος και γνώση του Ρούσσου στο «Πλοίο φάντασμα» δεδομένης της  πολύχρονης εμπειρίας στις αρχαίες μεταφράσεις και κυρίως στις έμμετρες. Άλλωστε, όπως γράφει ο Jean Pierre Richard, «το ύφος είναι η ασύνειδη οργάνωση της εμπειρίας».  (12)

            Η στοχαστικότητα του Ρούσσου βρίσκεται στο αποκορύφωμά της στο «Κυνήγι της Αλεπούς».  Οι τίτλοι των ποιημάτων ως συνήθως, περιορίζονται σε μια, το πολύ δυο λέξεις. Θα λέγαμε ότι χρησιμοποιεί έναν συμβολισμό, όπου το υπερρεαλιστικό στοιχείο διεισδύει με τόση λεπτότητα και χάρη όση χρειάζεται για να έρθει η ανατροπή από το συμβατικό, όσο χρειάζεται για να μείνει αναλλοίωτη η ευαισθησία που πλέον αναμεμειγμένη με μια λεπτή ειρωνεία αφήνει την φιλοσοφική ενετένιση να κυριαρχήσει πλέον ολοκληρωτικά.

         «Θέλω να μου λες πως με βλέπεις
           Πως είμαι,
           Γιατί βρίσκομαι σε μια φυλακή αδιαπέραστη
           Και σχεδόν πάντα
           Μ' αρέσουν οι χοντρές αλυσίδες μου…».
(13)

           Κι αν όπως λεει ο Μιχάλης Μερακλής (14) «το μυστήριο του θανάτου ήταν που θέλησε να ξεδιαλύνει από τα πρώτα του χρόνια ο Τάσος Ρούσσος, επιχειρώντας ένα είδος καθόδου και συνομιλίας κατά κάποιο τρόπο με τον ίδιο τον κόσμο των νεκρών» αναφερόμενος κυρίως στα βιβλία «Ο πρώτος πηλός» και οι «Νεκροί», θα λέγαμε ότι στο «Κυνήγι της αλεπούς» ο ποιητής θυμάται, αλλά δεν απορεί πλέον. Όχι δεν έχει τελειώσει η  μεταφυσική του αναζήτηση, απλά έχει λάβει πλέον άλλη μορφή. Γνωρίζει ότι

        «η μνήμη
          είναι το αόρατο πηδάλιο της ύπαρξης,
          η πυξίδα για να μη χαθούμε.
          Χωρίς αυτή
          ο χρόνος θα μας είχε εξαφανίσει
          πριν το θάνατο».
(15)

            Στην ποίηση του Ρούσσου το ταξίδεμα του αναγνώστη γίνεται πάνω σε μια μελωδική γραμμή, της οποίας οι νότες - λέξεις είναι προσεκτικά τοποθετημένες, χωρίς ανισομερείς τοποθετήσεις και πομπώδη δεσίματα εκφράσεων. Ο ποιητής δεν ενδιαφέρεται να εντυπωσιάσει με την τεχνητή ευρηματικότητα ή την μιμητικότητα. Οι Σεφερικές επιδράσεις κυρίως στην αρχή του ποιητικού του έργου έρχονται να συμπληρώσουν το ήδη αυθεντικό ταλέντο που ωριμάζει σταδιακά αλλά ουσιαστικά. Μιαν ωρίμανση που σταθεροποιείται στις συλλογές «Το πρόσωπο στο νερό», ο «Ξεναγός και η νύχτα» και αποκορυφώνεται στις τρεις τελευταίες του δουλειές «Προς την οροφή», «Το πλοίο φάντασμα» και το «Κυνήγι της αλεπούς». Κι όπως εύστοχα αναφέρει στην Νέα Εστία ο Στέλιος Γεράνης, με αφορμή σχολιασμό του βιβλίου του «Προς την οροφή»: η ποιητική τέχνη του Κυρίου Ρούσσου έχει και το αριστοκρατικό  της ένδυμα, τη δική της ιδιορρυθμία, το δικό της ανάστημα, είναι περισσότερο μουσική δωματίου, προσιτή στο καλλιεργημένο κοινό. Όμως κυλάει καθαρή και αβίαστη, χωρίς ίχνος φιλολογικής εκτροπής. Έχει στιγμές, ιδιαίτερα στα ερωτικά του ποιήματα, που γοητεύουν και τον απλό αναγνώστη, όπως στο ποίημα «Οι γυναίκες».

            Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα πουλιά στο έργο του Τάσου Ρούσσου. Ο συμβολισμός του πουλιού πολυποίκιλος. Πέταγμα προς την ελευθερία, το πουλί στο έργο του Ρούσσου κατέχει θέση σημαντική. Ειδικότερα στα τελευταία του έργα οι αναφορές στο πετούμενο πολλαπλασιάζονται και λειτουργούν σαν χωνευτήρι αισθήσεων.

       «…αόρατα τρομερά πουλιά…σελ 9
         χτίζεις ένα μικρό σπίτι μ' ένα γκρίζο πουλί…11
        τα πουλιά που πεθαίνουν πετώντας…14
        τα πουλιά γίνονται μάτια…15
       ..ξυπνώντας μυθώδη πουλιά..19
      …κρυμμένο στα φτερά των πουλιών…22
      …τα πουλιά θα σου διδάξουν τις μαγικές συλλαβές..23».
     (16)

σαν σκαπανέας λυτρωτικός, εκφραστής καταστάσεων. Το πουλί φεύγει, ταξιδεύει στο χωρόχρονο, ταξιδεύει μέσα στον «καιρό».

            Ο Ρούσσος έχει τον κατάλληλο τόνο γραφής. Κι όταν λέμε τόνο γραφής εννοούμε την επιλογή των κατάλληλων σχημάτων λόγου για να εκφράσει το θέμα του έργου του και να προκαλέσει συγκίνηση. Τη μοναδική εκείνη συγκίνηση που προκαλεί μόνο η σωστή ποιητική γλώσσα. Κι αυτό επιτυγχάνεται με την ισορροπία μορφής περιεχομένου, κάτι το οποίο ο Ρούσσος έχει επιτύχει απόλυτα, ειδικά στα τελευταία του έργα. Κι αυτό έρχεται σαν απόρροια όχι της Nέας κριτικής σκέψης των Eliot Richards και Leavis, αλλά σαν απαύγασμα μιας ποιητικής γλώσσας που από τα πρώτα της βήματα εμφανίστηκε ώριμη στο να μετουσιώσει το μοντερνισμό σε εύληπτο  όχημα της νέας σκέψης στην ποίηση.
            Κλείνοντας την σημερινή μου μικρή προσέγγιση στο έργο ενός σημαντικού Έλληνα ποιητή βλέπουμε έναν δημιουργό που με πρώτη του ύλη έναν «Πρώτο πηλό» κατάφερε σταδιακά  με ήθος και αγώνα  να «Μεταμορφώσει τον καιρό» κι αν οι «Νεκροί» πάντα τον απασχολούσαν ως μεταφυσική αναζήτηση, κατάφερε, βλέποντας την αντανάκλαση του «Προσώπου του στο νερό», να γίνει ο ξεναγός μας σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα τραβώντας «Προς την οροφή» όλους εμάς που ασχοληθήκαμε με το έργο του.
            Όλοι μαζί συνταξιδιώτες σε ένα «Πλοίο φάντασμα» με μόνο του προορισμό όχι μονάχα το «Κυνήγι κάποιας αλεπούς» μα της ποίησης το κατάλυμα, της ποίησης

    «Που…δανείζεται τις λέξεις για να μιλήσει
      Που δοκιμάζει αινίγματα, έκπληκτους ήχους,
      Που αφουγκράζεται το μοναχικό πουλί της ερημιάς
      Που ανασυνθέτει τα χρώματα και τα περιφρονεί
      Που προσπαθεί να περιγράψει τις μνήμες
      Και που συνδιαλέγεται με τα όνειρα καθώς σβήνουν…».
  (17)


                                                  



         Σημειώσεις :

1) βλ. Μερακλής Μιχάλης, Σύγχρονη ελληνική Λογοτεχνία, σελ. 97
2) βλ. «Ο πρώτος πηλός»: Μνήμη σελ. 12
3) βλ. «Η μεταμόρφωση του καιρού», σελ.33 Αλεξανδρινός αναχωρητής
4) βλ. Τοντόροφ Τσβετάν, Η κριτική της κριτικής, σελ.34
5) βλ. «Το κυνήγι της αλεπούς», σελ. 19-20
6) βλ. «Το πλοίο φάντασμα», σελ. 14-15 (τετράστιχο)
7) βλ. «Το πλοίο φάντασμα», Στροφή 18, σελ. 38
8) βλ. «Το πλοίο φάντασμα», Στροφή 20, σελ. 38
9) βλ. «Το πλοίο φάντασμα», στροφή 3, σελ. 35
10) Οι απόψεις σε ότι αφορά τον μεταμοντερνισμό σαν κίνημα διίστανται. Ο Νάσος Βαγενάς ας πούμε δεν πιστεύει καν στην μεταμοντέρνα έκφραση στην λογοτεχνία γιατί όπως ο ίδιος λεει: Ο μεταμοντερνισμός σε ότι αφορά τη λογοτεχνία δεν είναι μια λογοτεχνική έκφραση πέρα από τον μοντερνισμό, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία πέρα από το σημείο στο οποίο οδήγησε τη λογοτεχνία ο μοντερνισμό. (Βαγενάς Νάσος, Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, εκδόσεις Πόλις, σελ. 83)
11) βλ. «Το πλοίο φάντασμα», στροφή  27, σελ. 39
12) βλ. Βαγενάς Νάσος, Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, σελ.56
13) βλ. «Το κυνήγι της αλεπούς», Θέλω να μου λες, σελ. 42
14) βλ. Σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία / ποίηση, σελ. 118
15) βλ. «Το κυνήγι της αλεπούς», Της μνήμης, σελ. 19
16) βλ. παραπομπές από την συλλογή «Προς την οροφή»
17) βλ. «Το κυνήγι της αλεπούς», Η ποίηση, σελ. 49





Το e-mail του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη για τις όποιες παρατηρήσεις είναι :
BM-AEPSVT@OTENET.GR


Lexima.gr - Τα κείμενα αποτελούν απόψεις και θέσεις των συντακτών τους.