Λέξημα / Ποίηση / Ως έχειΑνώνυμος επισκέπτης
Ποίηση Νεότερο Παλαιότερο
'Αρθρο #1370 | Αποστολή από ?????? |
   Σαβ 16 Φεβ 2008 
Συλλογική παρουσίαση (8)
Ως έχει
Εξώφυλλο
Παρουσιάζονται : Βασίλης Βλαχάκος,  Ελίνα Καββαδία, Κωνσταντία Αλαμπορινού, Μαρία Ζαβιανέλη-Διαμαντάκη, Ελευθερία Αναγνωστάκη- Τζαβάρα...



                                       Γράφει - παρουσιάζει ο Απόστολος Λαμπρόπουλος



"Ωδή στην ουράνια γη"
Βασίλης Βλαχάκος
Εκδόσεις: Αδούλωτη Μάνη 2007
Σελ.93

Θα μπορούσα να περιγράψω την ποιητική συλλογή του Βασίλη Βλαχάκου "Ωδή στην ουράνια γη", ως το προϊόν μια γραφής εν κινήσει. Τόσο στο εσωτερικό κάθε ποιήματος ξεχωριστά, όσο και ανάμεσα τους, τίποτε δεν φαίνεται να γίνεται οριστικά εκεί, τίποτε δεν μοιάζει να συμβαίνει μόνο τότε, τίποτε δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά σε κάποιον.

Όπως θα έλεγε και η σύγχρονη λογοτεχνική κριτική, η χωρικότητα, η χρονικότητα και η σωματικότητα των ποιημάτων αποδεικνύονται ιδιαίτερα εύπλαστες, αν και όχι εντελώς απρόβλεπτες: Όλα όσα λέγονται εγγράφονται στο λακωνικό χώρο, περιορίζονται από αυτόν, αλλά και ταυτόχρονα απελευθερώνονται μέσα σε αυτόν.

Πιο συγκεκριμένα:

•  Η χωρικότητα της Ωδής διαμορφώνεται ως εξής: η γραφή ξεκινά από τη σχεδόν αναπόφευκτη αναφορά στο εμβληματικό κέντρο της λακωνικής γης, τη Σπάρτη, και στη συνέχεια ενδίδει σε μια ανωφερή και σπειροειδή κίνηση που θα την οδηγήσει στον συμβολικά φορτισμένο Ταΰγετο. Η διαδρομή είναι πλούσια σε σταθμούς και προσεγγίσεις: η αναφορά στη Σπάρτη συμπληρώνεται με μια περιπλάνηση στον αστικό χώρο της λακωνικής πρωτεύουσας και συνεχίζεται, μεταξύ άλλων, με μια καταβύθιση στον εφιαλτικό Καιάδα, τη διστακτική όσο και ηδονική επιστροφή στη μήτρα του Βαφείου, την ανάβαση στη νεκρή πολιτεία του Μυστρά, τη διείσδυση στην ερμητικότητα της Μάνης και τη συμμετοχή στον ανάλαφρο παλμό των Τσιντζίνων. Κάθε γεωγραφική επιλογή είναι στιγματισμένη από τις συνδηλώσεις της και κάθε σημείο μετατρέπεται και μια διαφορετική, πρόσκαιρη ή μονιμότερη, χαρτογράφηση της επιθυμίας.

•  Η χρονικότητα της Ωδής παίρνει την παρακάτω μορφή: από τις μυθολογικές εκφάνσεις του σπαρτιατικού ηρωισμού, στην παλίμψηστη βυζαντινή ταυτότητα της Λακωνίας, την απελευθερωτική ζέση των αρχών του 19ου αιώνα και τους βασικούς θύλακες της και από εκεί στην πιο πρόσφατη και απτή εκδοχή της θυσίας των 118, αλλά και στον σύγχρονο αμέριμνο "περιηγητισμό". Όλα τα παραπάνω έχουν διαδραματιστεί στη Λακωνία και τα υπενθυμίζει ή τα επαναφηγείται μια φωνή που θέλει να προέρχεται και να ανήκει στον ίδιο αυτό χώρο: όσα λέγονται προβάλλονται στον τόπο που αμέσως μετά θα τα οικειοποιηθεί, θα τα διαθλάσει και θα τα επιστρέψει παραλλαγμένα και ανανεωμένα σε μια καινούρια ανάγνωση.

•  Τέλος, η σωματικότητα της Ωδής μπορεί να γίνει αντιληπτή με τον εξής τρόπο: τα πρόσωπα που παρελαύνουν είναι στις περισσότερες περιπτώσεις γνωστά και "σημαδεμένα". Ο Λυκούργος, ο Λεωνίδας, η Ωραία Ελένη, ο Μενέλαος, ο Παυσανίας, ο Νίκων ο Μετανοείτε, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο Δαβάκης, ο Ρίτσος και ο Βρεττάκος συναντιούνται με κάπως πιο ανώνυμους ομοτόπους τους και με συλλογικά υποκείμενα όπως οι Μανιάτες και οι Μανιάτισσες ή οι πεσόντες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Είτε υπήρξαν στο μύθο είτε στην πραγματικότητα, όλοι οι παραπάνω σχετίζονται με τη Λακωνία έστω κι αν τελικά επιλέγουν ή αναγκάζονται να την εγκαταλείψουν. Σε κάθε περίπτωση, ενσωματώνουν με διαφορετικούς τρόπους το χωροχρόνο τους, τα ποικίλα εδώ-και-τώρα στα οποία ανήκουν. Ταυτόχρονα διαφέρουν και σχετίζονται μεταξύ τους: η γειτνίαση τους δεν καταργεί την εμπλουτιστική ετερογένειά τους και ταυτόχρονα ευνοεί τη συμπληρωματικότητά τους. Και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, οι συναντήσεις που θα ήταν αδιανόητες εξαιτίας της απόκλισης του ατομικού τους χρόνου καθίστανται δυνατές χάρη στη σύγκλιση των προσωπικών τους χώρων.

Μια ποιητική συλλογή με αυτό το υλικό είναι, επομένως, κάτι περισσότερο από ένα οδοιπορικό. Είναι ένας λόγος που μιλά για το χώρο και πρόθυμα εξαρτάται από αυτόν. Με μια λέξη, η Ωδή στην Ουράνια γη, αποτελεί ένα ιδιότυπο "λακωνίζειν": μια σειρά από σύντομες -προφανώς- στάσεις, που δεν μπορούν παρά να υπάρξουν η μια σε συνδυασμό με την άλλη. Κάθε τόπος παραπέμπει στον επόμενο, κάθε γεγονός θυμίζει το προηγούμενο, κάθε πρόσωπο συνομιλεί με ένα άλλο. Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι εύκολα νοητό χωρίς το πλησίον του: με αυτό τον τρόπο, άλλωστε, ο λαβύρινθος της εκ νέου ανακάλυψης της αγαπημένης "πολιτείας" εξομαλύνεται, αναπτύσσεται και μετατρέπεται σε πληρότητα του γενέθλιου τόπου της γραφής.

Απόστολος Λαμπρόπουλος Πανεπιστήμιο Κύπρου


                                                  *********


                                  Γράφει - παρουσιάζει ο Μπάμπης Δεμριτζάκης



Ελίνα Καββαδία, Παραλήρημα ενός φεγγαριού (Αθήνα 2003, Διάττων), Κωνσταντία Αλαμπορινού, Διόδια ζωής (Θεσσαλονίκη 1999, Έλυτρο) και Μαρία Ζαβιανέλη-Διαμαντάκη, Κύματα (Αθήνα 2007, Σμυρνιωτάκης).

  Αυτή θα είναι η πιο πρωτότυπη βιβλιοπαρουσίαση που έχω κάνει ποτέ. Και θα εξηγήσω το γιατί.
  Να πω κατ' αρχήν ότι εδώ κι ενάμισι χρόνο έκανα την εξής σκέψη: Τόσος κόσμος ντοπάρεται, οι αθλητές με αναβολικά, οι υπόλοιποι με ναρκωτικά, καιρός είναι ν' αρχίσω κι εγώ. Αθλητής όμως δεν είμαι, τα ναρκωτικά είναι επικίνδυνα, το κρασί δεν μου αρέσει, και έτσι βρήκα τον καφέ.
  Ούτε ο καφές μου αρέσει. Στις σπάνιες φορές που πίνω για να κρατιέμαι ξύπνιος, γίνομαι τούρμπο. Έτσι εδώ κι ενάμιση χρόνο, πριν καθίσω να γράψω ένα κείμενο πίνω ένα καφεδάκι, κι αμέσως το μυαλό μου αρχίζει να ανεβάζει στροφές.
  Έτσι και χθες, πρωτοχρονιά (οι συγγραφείς δεν έχουμε αργίες) ήπια ένα καφεδάκι για να στρωθώ να γράψω μια βιβλιοπαρουσίαση. Μετά σκέφτηκα ότι αυτό είναι καθαρός μαζοχισμός, είναι χρονιάρα μέρα, πρέπει να ευχηθώ σε φίλους. Άρχισα λοιπόν να στέλνω ευχετήρια sms και e-mails, και να εύχομαι με comments στα blogs των φίλων. Το απόγευμα πριν την καθιερωμένη μου σιέστα (μου άρεσε το παρακάτω ανέκδοτο, να το καταγράψω εδώ: un mejicano, viva la siesta, dos mejicanos, viva la fiesta, tres mejicanos, viva la revolucion) άρχισα να διαβάζω το βιβλίο της φίλτατης Ελίνας. Καθώς δεν με έπαιρνε ο ύπνος, το τέλειωσα. Είπα να κοιμηθώ, κοιμήθηκα για ένα τέταρτο, και μετά δεν ξέρω πώς, ξύπνησα. Με το μάτι γαρίδα (ο φραπές γαρ, που τον πίνω μονορούφι - έχει απαίσια γεύση, ειδικά χωρίς ζάχαρη - όπως ο διψασμένος το κρύο νερό) είπα να συνεχίσω με μια ακόμη ποιητική συλλογή, της Κωνσταντίας Αλαμπορινού. Την τέλειωσα κι αυτή, και επειδή μετά έπρεπε να κάνω μια επίσκεψη, δεν ξαναπροσπάθησα να κοιμηθώ αλλά συνέχισα με τη συλλογή της συμπατριώτισσας της Μαρίας Διαμαντάκη. Καθώς διάβαζα αυτή την τελευταία έκανα τη σκέψη ότι θα μπορούσα να παρουσιάσω και τις τρεις ποιητικές συλλογές σε ένα κείμενο, συγκριτολογικά, μια και είμαι εξ ενστίκτου συγκριτολόγος, όπως με χαρακτήρισε ο καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας Steven Totosy de Zepetnek. Έτσι θα είχα την άνεση να κάνω κάποιες γενικεύσεις.
  Ξεκινάμε λοιπόν.
  Αν πάρουμε το χάρτη της Ελλάδας και τραβήξουμε μια γραμμή από πάνω μέχρι κάτω, θα τοποθετήσουμε τις τρεις ποιήτριες σε τρεις ξεχωριστές θέσεις: Την Αλαμπορινού στο βόρειο άκρο, τη Θεσσαλονίκη, την Καββαδία στη μέση, στην Αθήνα, και τη Διαμαντάκη στο νότιο άκρο, την Κρήτη. Μπορεί άραγε η γεωγραφική αυτή τοποθέτηση να έχει επίδραση στην ποίηση κάθε μιας; Θα το δούμε.
  Ειδολογικά, τα κείμενα της Ελίνας ακροβατούν ανάμεσα στην ποίηση και στο πεζοτράγουδο. Τα πρώτα γέρνουν περισσότερο προς τη μεριά της ποίησης, τα τελευταία προς τη μεριά του πεζοτράγουδου. Μου θύμισαν πολύ την τελευταία ποιητική συλλογή του Μανώλη Πρατικάκη, «Το αόρατο πλήθος», όπου κι αυτός για πρώτη φορά καταφεύγει στο πεζοτράγουδο. Τα τελευταία κείμενα έχουν τη διαύγεια ενός ημερολογιακού κειμένου, ενώ τα πρώτα, κρυπτικά, δεν ενδύονται, αλλά μεταμφιέζονται με τον μανδύα της ποίησης, σαν μια απώθηση που αγωνίζεται να βγει στο φως και το εγώ ρίχνει πάνω της ένα ρούχο για να μην την αναγνωρίσουν τόσο εύκολα.
  Θεματικά, η ποίηση της Ελίνας μπορεί να τοποθετηθεί σε δυο παραδειγματικούς άξονες: ο ένας είναι ο άξονας του ονείρου, ο άλλος είναι ο άξονας των αναμνήσεων. Αυτές οι δυο λέξεις επαναλαμβάνονται συχνά στα κείμενά της. «Σ' ακούμπησα φευγαλέα τη νύχτα μέσα από το πιο βαθύ μου όνειρο… που δε βρήκε το δρόμο για της ημέρας τον ήλιο…» (σελ. 34). Ακόμη: «Ζεις για να υπάρχεις στο όνειρο, κι ονειρεύεσαι για να μπορείς να συνεχίσεις να ζεις» (σελ. 41).
  «Θεέ μου. Φοβάμαι τόσο που ευχαριστώ εκείνους που μου χάρισαν αναμνήσεις, σκοτώνοντας τα ντροπαλά όνειρά μου» (σελ. 49). Επίσης: «Και μέσα στην παραζάλη αυτού του υπέροχου μωσαϊκού, με τα πιο χαρούμενα χρώματα, οι αναμνήσεις να ξεπετάγονται, σαν φωτογραφίες που αντίκρισα κάποτε, μαρτυρίες μιας παιδικότητας που άνθισε κάποτε στα χρόνια τα μακρινά, σ' αυτή την πλατεία τη λουσμένη από τον ήλιο και τη γοητεία των ανθρώπων την ακριβή» (σελ. 60).
  Η εικονοπλασία της έχει μια εξπρεσιονιστική σκοτεινιά, φτάνοντας μέχρι την εφιαλτική σύλληψη μιας δαντικής κόλασης εικονογραφημένης από τον Ιερώνυμο Μπος. «…τέρατα του Άδη, κι άγριοι άγγελοι που φέρνουν τα μηνύματα για της ζωής τη συνέχεια, δήμιοι, αυτόχειρες και διάβολοι ντυμένοι με σάρκες άρρωστες και σκέψεις στείρες, απέραντα σκοτεινές. Πηγάδια κόλασης πριν την κόλαση, και τα ερέβη να πηγαινοέρχονται ανάμεσα από βοές λαρυγγιού που στριγκλίζει, και μηνύματα του Κάτω Κόσμου που βρήκαν σχισμή για να 'ρθουν από της γης τα έγκατα…» (σελ. 40).
  Ένας από τους ιδεοψυχαναγκασμούς μου είναι να ανιχνεύω δεκαπεντασύλλαβους μέσα στον κατά τα άλλα ελεύθερο στίχο της σύγχρονης ποίησης, αλλά και σε καθαρά πεζά κείμενα. Φαίνεται ότι ο δεκαπεντασύλλαβος υπάρχει μέσα στα γονίδια του νεοέλληνα. Τέτοιους δεκαπεντασύλλαβους ανίχνευσα αρκετούς και στις τρεις ποιήτριες. Να παραθέσω ένα: «Μικρά μπουκέτα λουλουδιών τα δώρα σου για μένα» (σελ. 17). Συναντήσαμε ακόμη και τον δεκαπεντασύλλαβο με τη ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία της μαντινάδας, που έχει περάσει πια στην πανελλήνια λαϊκή παράδοση. Για του λόγου το αληθές μπορείτε να κοιτάξετε τις έμμετρες ευχές που μου έστειλαν για τον καινούριο χρόνο και τις οποίες παραθέτω στο blog μου. Να παραθέσουμε εδώ ένα δίστιχο της Ελίνας: Αχ, στην αρχή των τραγουδιών το αχ είναι γραμμένο./ Είναι γλυκό, είναι πικρό, είναι κι ονειρεμένο…» (σελ. 40).
    Και πάμε στην Κωνσταντία Αλαμπορινού, που καταλαμβάνει το βόρειο άκρο της ευθείας, τη Θεσσαλονίκη. Να ξεκινήσουμε με το δικό της δεκαπεντασύλλαβο: «Κι οι αστραπές αντίφεγγο/ μεσ' στης βροχής το γιόμα» (σελ. 15). Κι εδώ έχουμε σκοτεινές, εικόνες. Η παραδεισένια εξοχή είναι μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Υπάρχει μόνο η ανάμνησή της. «Τώρα μένει μόνο η ζωγραφιά/ για να τη βλέπω στα όνειρά μου» (σελ. 59).
  Το κύριο ενδιαφέρον της ποίησης της Αλαμπορινού είναι υφολογικό. Υπάρχει ένας κυριολεκτικά καταιγισμός ρημάτων, σε προτάσεις με ελάχιστους προσδιορισμούς. Το δεύτερο μισό του ποιήματος «Θέλω και μπορώ» (σελ. 52) είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό.
  «Θέλω και μπορώ
Σύμμαχός μου ο Θεός και η πίστη μου
κι αλλάζω τη δομή μου
Επιθυμώ-Θέλω
Επιδιώκω-Ξεπερνώ
Επιβραβεύομαι-Ανασταίνομαι
Εκστασιάζομαι-Οραματίζομαι
Γίνομαι ατσάλι-διαμαντοκόφτης
Νικώ και δε νικιέμαι».
  Αντί για τη συνεχή ροή των φράσεων στα πεζοτράγουδα της Καββαδία έχουμε εδώ σπάσιμο των φράσεων σε στίχους των τεσσάρων πέντε λέξεων, που δίνουν ένα αγχωτικό χαρακτήρα σε μια ποίηση βαθιά υπαρξιακή. Η Αλαμπορινού με τους σπάνιους αόριστους αυτοβιογραφείται ενώ με τους ενεστώτες με τους οποίους βρίθουν τα ποιήματά της προσωπογραφείται εκφράζοντας τα άγχη και τις αγωνίες της.
  «Αφού έκλεισα τα μάτια μου
στου εκτυφλωτικούς προβολείς
αισθάνομαι πως
δε θέλω άλλο να βλέπω
δε θέλω άλλο ν' ακούω
                       να θυμάμαι
                       να πονώ
δε θέλω - δε θέλω, δε θέλω
δεν μπορώ άλλο να…» (Κραυγή άμυνας, σελ. 46).
  Και πάμε στην Μαρία Ζαβιανέλη-Διαμαντάκη, στο κάτω άκρο της ευθείας μας, που είναι η Κρήτη.
  Γεννήθηκε και ζει στα Χανιά, διαβάζουμε στο βιογραφικό στο οπισθόφυλλο. Καμιά σχέση με Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Εδώ από την ταράτσα του σπιτιού σου μπορείς να δεις την εξοχή.
  Μετά τον αυτισμό της υπαρξιακής αγωνίας των δύο προηγούμενων ποιητριών έχουμε εδώ την αποστροφή στο «συ», του δεύτερου προσώπου στις προσωπικές και κτητικές αντωνυμίες σε όλες τις πτώσεις. Η Διαμαντάκη βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τον Άλλο, αλλά και το άλλο:
  «Ποτάμι μου, συ τη θάλασσα άφοβα κοίτα
δίχως όρια ταξίδεψε όπως ξεκίνησες.
Στ' αλμυρά νερά της δεν θα πνιγεί η γλύκα σου.
Κυκλάμινο άνθισε, ο Θεός σού χαμογελά.
Αμυγδαλιά, η ομορφιά σου θα σώσει τον κόσμο…» (σελ. 27).
  Σαν άλλος άγιος Φραγκίσκος η Διαμαντάκη απευθύνεται στην αμυγδαλιά. Και θυμάμαι από τον «Φτωχούλη του θεού» του Καζαντζάκη: «-Αμυγδαλιά, μίλησέ μου για το θεό. Και η αμυγδαλιά άνθισε».
  Κυκλάμινα, ανεμώνες, πικροδάφνες, νεραντζιές, αγριολεβάντες, θυμάρια, φασκομιλιές και δίκταμα, σφεντάμια και θημωνιές συνωστίζονται μέσα στα ποιήματα της Διαμαντάκη σε ένα παγανιστικό λυρισμό, με φόντο τα «Κύματα» που δίνει τον τίτλο στη συλλογή και ένα σωρό άλλες θαλασσινές εικόνες. Και βέβαια οι δεκαπεντασύλλαβοι αφθονούν. Όλο το δεύτερο μισό του ποιήματος «Ελένη» είναι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι, σχεδόν όλοι με την ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία της μαντινάδας:
  «Σε είδα Ελένη στο σχολειό,
στο σπίτι, στο γραφείο…
Σε είδα στο δρόμο βιαστική
σε κλαμπ να 'σαι θλιμμένη,
στην αγορά να προχωράς
και να 'σαι αγχωμένη» (σελ. 13).
  Θα παραθέσω και τα δυο χάι κου (τα λέει χάι κάι, όπως ο Καζαντζάκης) για το Γιάννη το Μανιάτη, που είναι θαυμαστής του είδους:
  «Ρόδο που άνθισες
το Θεό μου φανέρωσες
μέσα στο χώμα.

Χρυσές θυμωνιές
χορεύουν στον αγέρα
τα λυτά μαλλιά της» (σελ. 52).
  Πού κατέληξε η σύγκριση;
  Το πρώτο συμπέρασμα το παραθέσαμε ήδη: Ο δεκαπεντασύλλαβος κυκλοφορεί στις φλέβες των νεοελλήνων ποιητών, και όσο και αν τον έθαψε ο ελεύθερος στίχος της σύγχρονης ποίησης, σηκώνει πότε πότε κεφάλι. Έχω αναφερθεί σ' αυτό και σε άλλα βιβλιοκριτικά μου σημειώματα.
  Το δεύτερο: Η Καββαδία και η Αλαμπορινού, ποιήτριες της πόλης, έχουν μικρή, και συχνά ζοφερή, εικονοπλασία, ενώ η Διαμαντάκη, ποιήτρια της Κρήτης, απλώνει στα ποιήματά της λυρικές εικόνες αρκαδικής μακαριότητας. Η θεωρία του γεωγραφικού παράγοντα μπορεί να έχει τους περιορισμούς της, όμως δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι το φυσικό περιβάλλον επηρεάζει λίγο πολύ τον ψυχισμό του ανθρώπου.
  Το τρίτο: Τα υπαρξιακά άγχη κατατρύχουν τις ποιήτριες της πόλης σε μια ομφαλοσκοπική ποίηση με την οποία προσπαθούν να τα ξορκίσουν. Η ποιήτρια της Κρήτης τραγουδά ανέμελα την ομορφιά της φύσης και τον έρωτα:
  «Η μέρα μου όλη είσαι εσύ
γιορτή στο κάθε βράδυ,
αυγής φιλί στα χείλη μου
και στην πληγή μου χάδι» (σελ. 64).
  Δεν είναι πολύ ωραίοι ερωτικοί στίχοι; Ας κλείσουμε μ' αυτούς.

  
  

  Ελευθερία Αναγνωστάκη- Τζαβάρα, Πασικράτα, Ίδμων 2006

  Όπως και στις τρεις προηγούμενες συλλογές της Ελευθερίας Αναγνωστάκη- Τζαβάρα που παρουσιάσαμε στα Κρητικά Επίκαιρα («Τα πρόσωπα της Αφροδίτης», «Dreams of birth» και «Μεγάλη πορεία», Οκτώβρης 2006), διακρίνουμε και εδώ έντονες τις αρχαιοελληνικές εμμονές. Είναι μάλιστα τόσο έντονες αυτές οι εμμονές, ώστε η Αναγνωστάκη τιτλοφορεί την τελευταία αυτή συλλογή της με το όνομα μιας άγνωστης θεάς, της Πασικράτας, «της Θεσσαλής μάγισσας Αφροδίτης-Περσεφόνης που είναι η Κυρία του Πάνω και του Κάτω Κόσμου», όπως μας εξηγεί η στην αρχή της συλλογής.
  Οι σεφερικές επιρροές είναι ορατές, τόσο σε ποιήματα-ποταμούς (το «Εν μέσω δ' οίνοπι πόντω» αποτελείται από, ούτε λίγο ούτε πολύ, 13 σελίδες), όσο και στο ύφος και προπαντός στη θεματική. Φορώντας ανώνυμα ή επώνυμα προσωπεία (Πασικράτα, Ελένη, Οδυσσέας) απευθύνεται σε ανώνυμους ή επώνυμους (Ηρακλής, Διόνυσος), σε ποιήματα που διατρέχουν σχεδόν το σύνολο της αρχαιοελληνικής μας ιστορίας και μυθολογίας. Εξαίρεση αποτελούν κάποια ποιήματα στο τέλος, με αναφορές σε ήρωες του 21 και της αντίστασης, αλλά και σε είδωλα όπως ο Τσε.
  Οι ανώνυμοι δεν την απασχολούν λιγότερο από τους επώνυμους. Κάποιες φορές περισσότερο. Στο «Δια πυρός και σιδήρου» καταλήγει:
  Εκείνος πέρασε στην Αθανασία
  κι εσύ, δια πυρός και σιδήρου…
  Στην Αθανασία πέρασε ο μέγας Αλέξανδρος. Και πέρασε γιατί ο άγνωστος στρατιώτης πέρασε δια πυρός και σιδήρου.
  Αρχαίες λέξεις, από ομηρικές μέχρι και της κλασικής εποχής βρίσκονται διάσπαρτες στα ποιήματα: δορυάλωτος, πυριφλεγής, λυσίκομη, ξιφήρης κ.α΄. Και ενώ ο Πρατικάκης αναζητεί τους 15σύλλαβους, της Αναγνωστάκη της ξέφυγε ένας και μοναδικός στο ποίημα: Μου λύθηκαν τα γόνατα σα με γλυκοφιλούσε. Δεν είναι παράξενο, αφού όλο το Βυζάντιο απουσιάζει. Η Ρωμιοσύνη δεν υπάρχει για την Ελευθερία, υπάρχει μόνο η Ελλάς.
  Όχι μόνο. Υπάρχει και η Κρήτη, η μητρίδα, που είναι το θέμα στο πιο εκτενές ποίημα στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε. Όμως όχι η Κρήτη του Κορνάρου και του Χορτάτζη, αλλά του Μίνωα και του Ραδάμανθυ.
  Η ποίηση δεν είναι μόνο λέξεις.
  Θέλει αίμα και σπέρμα.
  Οι στίχοι αυτοί δεν είναι από το προτελευταίο της ποίημα με τίτλο «Ποίηση», αλλά από το «Φίδι του χρόνου» (να πρόκειται άραγε για ανεκδοτική κρυπτομνησία για το «χρόνου φείδου»;). Στην «Ποίηση» μιλάει πιο διεξοδικά.
  Δεν συναινεί στην αγοραπωλησία των λέξεων,
  στην παραγραφή των χρεών.
  Στην πόρτα απ' όπου φυγαδεύτηκε η Λευτεριά,
  χαρτογραφεί το μέγα ανεπανόρθωτο.
  Και στο επόμενο και τελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Ο ποιητής» θα καταλήξει με τη μεθυστική εμπειρία του:
  Σαν γράφει το ποίημα, γεύεται το θαύμα ολομόναχος.
Ύστερα ανάβει το φυτίλι
  για τη μελλοντική επανάσταση.
  Αυτή η αναζήτηση της ελληνικότητας, αν και ελαφρώς ξεπερασμένη, είναι σεβαστή. Θα την αδικούσαμε όμως την Αναγνωστάκη αν δεν αναφέραμε ότι κάποια ποιήματά της βρίσκονται μέσα στην θεματική της σύγχρονης ποίησης, που είναι η υπαρξιακή αγωνία και η άμυνα στην αλλοτρίωση. Θα κλείσω αυτή την παρουσίαση δίνοντας το λόγο στην ίδια, παραθέτοντας τους παρακάτω στίχους από το «Πέρασε ο καιρός», που έχουν μια υπέροχη μεταφορά:
  Στην ανήλεη γκιλοτίνα
  της καθημερινότητας
  δεν θα κρεμάσω τα όνειρά μου.

Μπάμπης Δερμιτζάκης





Δημοσίευση στο lexima.gr : 17/2/2008


    


Lexima.gr - Τα κείμενα αποτελούν απόψεις και θέσεις των συντακτών τους.